Η χρήση των ακτινολογικών εξετάσεων στην ιατρική είναι απόλυτα αποδεκτή και δικαιολογείται σαφώς από τα πολλά και σημαντικά κλινικά οφέλη για τον ασθενή, τα οποία αντισταθμίζουν κατά πολύ το μικρό κίνδυνο από την ακτινοβολία. Ωστόσο όμως, όπως είναι γνωστό ακόμα και οι μικρές δόσεις ακτινοβολίας δεν είναι εντελώς ακίνδυνες. Επιπροσθέτως οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις είναι η κύρια πηγή έκθεσης του πληθυσμού από τις τεχνητές πηγές ακτινοβολίας και προσθέτουν περίπου ένα έκτο στη δόση της ακτινοβολίας που δέχεται ο πληθυσμός από το περιβάλλον.
Γενικά, ο πληθυσμός κάθε χώρας δεν μπορεί εύκολα να βρει πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους από ακτινοβολία κατά τις ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις. Ακόμα και οι ιατροί που παραπέμπουν τους ασθενείς για αυτές τις εξετάσεις όσο και οι ίδιοι οι ακτινολόγοι και οι τεχνολόγοι που τις εκτελούν δεν είναι πάντα καλά πληροφορημένοι σχετικά με αυτό το αντικείμενο.
Σε αυτήν την εργασία, περιγράφονται τα οφέλη αλλά και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις ακτινολογικές εξετάσεις με σκοπό όλοι οι ενδιαφερόμενοι, να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία υπεύθυνη γνώση και γνώμη σχετικά με το αν οι συνήθως πολύ μικροί κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτές τις ιατρικές διαγνωστικές εκθέσεις, σταθμίζονται από τα αναμενόμενα οφέλη που περιγράφονται από τον υπεύθυνο ιατρό.
Επίσης έγινε προσπάθεια να δοθούν νέες έννοιες όπως αυτή της βελτιστοποίησης των δόσεων και κυρίως στις πλέον ευαίσθητες ομάδες, έμβρυο και παιδιά, με την εισαγωγή των Διαγνωστικών Επιπέδων Αναφοράς, όπως αυτά εφαρμόζονται σύμφωνα με την νέα οδηγία 97/461EURATOM (Medical Exposure Directive ).
Δόθηκε επίσης μεγάλη προσοχή έτσι ώστε να αποφευχθούν κινδυνολογίες αλλά και να δοθεί στο αντικείμενο η πρέπουσα σημασία. Οι δόσεις, τα οφέλη και οι κίνδυνοι των ιατρικών πράξεων περιγράφονται έτσι ώστε να είναι κατανοητά τόσο από όλους τους ιατρούς όσο και από το ευρύ κοινό.
Συνήθως, το κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με τις μονάδες ακτινοβολίας οπότε δεν υπάρχει λόγος να εκφραστούν τα επίπεδα έκθεσης μόνο σε millisievert ή να γίνει εκτενής αναφορά σε πολύπλοκες έννοιες όπως είναι η ενεργός δόση. Στην πράξη είναι πιο χρήσιμη η σύγκριση των ιατρικών εκθέσεων με καθημερινές εκθέσεις, π.χ. ως προς την ισοδύναμη περίοδο φυσικής ακτινοβολίας υποστρώματος,΄. Ουσιαστικά ως μέτρο σύγκρισης του κινδύνου από την ακτινοβολία εκφράζεται με την έννοια της ενεργού δόσης, αλλά αυτό που χρειάζεται να γνωρίζει το κοινό είναι ότι η τιμή του μέτρου της δόσης είναι αυτό που συνδέεται με το συνολικό κίνδυνο από ακτινοβολία.
Παρακάτω παρατίθεται πίνακας΄ με τις τιμές ενεργού δόσης που εκφράζουν και τον κίνδυνο για τις βασικές ακτινολογικές εξετάσεις και τις ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατά τη δεκαετία του 1990 στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκρίνονται δε με ισοδύναμο αριθμό ακτινογραφιών θώρακα και ισοδύναμη περίοδο ακτινοβολίας περιβάλλοντος.
Οι δόσεις ορισμένων εξετάσεων υπολογιστικής τομογραφίας είναι ιδιαίτερα υψηλές, δεν παρουσιάζουν ενδείξεις μείωσης και η χρήση της υπολογιστικής τομογραφίας διαρκώς αυξάνεται. Η υπολογιστική τομογραφία πιθανόν να συνεισφέρει σήμερα κατά το ήμισυ περίπου στη συνολική δόση από όλες τις ακτινολογικές εξετάσεις. Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό η παραπομπή ασθενών για εξέταση υπολογιστικής τομογραφίας να δικαιολογείται από κάθε άποψη και να υιοθετούνται τεχνικές που να περιορίζουν στο ελάχιστο τη δόση, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα υπάρχουν απώλειες στη συγκέντρωση των απαραιτήτων διαγνωστικών πληροφοριών. Πράγματι, ορισμένες αρχές υπολογίζουν ότι ο επιπλέον κίνδυνος για θανατηφόρο καρκίνο από μία εξέταση κοιλιακής υπολογιστικής τομογραφίας σε έναν ενήλικα είναι περίπου 1 στις 2000 αρκετά μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον κίνδυνο από μία ακτινογραφία θώρακα που είναι 1 στο εκατομμύριο. Ωστόσο ο επιπλέον αυτός κίνδυνος είναι πολύ μικρότερος σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο συνολικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου (περίπου 1 στις 3) και επιπροσθέτως ο επιπλέον κίνδυνος αντισταθμίζεται με το παραπάνω από τα οφέλη που αποκομίζονται από την εξέταση της υπολογιστικής τομογραφίας.
Στη συνέχεια τόσο οι ακτινολογικές εξετάσεις όσο και οι διαγνωστικές ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες η τιμή ενεργού δόσης κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Η εκτίμηση της δόσης έγινε σύμφωνα με το NRPB μέχρι τα τέλη του 19952. Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθεται η κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές και εκτός από τη ενεργό δόση η αντίστοιχη ισοδύναμη περίοδος φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος καθώς και ο επιπρόσθετος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ανά εξέταση.
Πως συνδέονται οι παράγοντες κινδύνου;
Αρχικά, για να παρουσιαστεί μία ισορροπημένη άποψη και να αποφευχθούν παρεξηγήσεις είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαριστούν ποια είναι αλλά και ποια δεν είναι τα αποτελέσματα της ακτινοβολίας για τα επίπεδα δόσης που συναντώνται στη διαγνωστική ακτινολογία.
Στην τελευταία στήλη του προηγούμενου πίνακα παρουσιάστηκαν ποσοτικές εκτιμήσεις της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου μετά την έκθεση. Βέβαια αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη διακύμανση στις δόσεις των ασθενών αλλά και οι σημαντικές αβεβαιότητες στις τιμές των συντελεστών κινδύνου από ακτινοβολία, ειδικά όταν υπολογίζονται κατά άτομο, μπορεί να γίνει μόνο μία γενική εκτίμηση του κινδύνου. Για τον υπολογισμό του κινδύνου σε κάθε ακτινολογική εξέταση χρησιμοποιήθηκε ο ονομαστικός συντελεστής πιθανότητας θανατηφόρου καρκίνου λόγω έκθεσης σε ακτινοβολία του ICRP, υπολογισμένος για όλο τον πληθυσμό (5% ανά Sievert) 5 . ΄Όπως προαναφέρθηκε οι εξετάσεις χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες των οποίων η ενεργός δόση κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Οπότε και ο ενδεικτικός κίνδυνος για κάθε κατηγορία κυμαίνεται επίσης κατά τον ίδιο παράγοντα . Τα όρια μεταξύ των επιπέδων κινδύνου για τις διάφορες κατηγορίες έχουν επιλεγεί έτσι ώστε να είναι ακέραια πολλαπλάσια του δέκα.
Επίσης, επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος από ακτινοβολία είναι πολύ χαμηλότερος για τους πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι υφίστανται στην πλειονότητα των ακτινολογικών εξετάσεων, καθώς ο εναπομένων χρόνος για την εμφάνιση καρκίνου είναι αρκετά μικρότερος. Αντιστρόφως οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για τα παιδιά (3 φορές ) γι αυτό και πρέπει να δίνεται σε αυτά μεγαλύτερη σημασία στην αιτιολόγηση αλλά και στη βελτιστοποίηση των ιατρικών εκθέσεων.
Οι ακτίνες Χ λοιπόν πόσο ασφαλείς είναι; Οι ακτινολογικές πράξεις θεωρούνται γενικά ΄ασφαλείς΄, όταν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι δυσάρεστο πέφτει κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Στην εργασία επισημαίνεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν υπερβολικά ασφαλείς τις πράξεις που συνδέονται με κίνδυνο κάτω από 1 στο 1.000.000 (κατηγορία αμελητέου κινδύνου). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι απλές ακτινογραφικές εξετάσεις θώρακα, δοντιών και άκρων. Οι πιο πολύπλοκες εξετάσεις συνδέονται με ΄ελάχιστο΄, ΄πολύ χαμηλό΄ ή ΄χαμηλό΄ κίνδυνο. Η αποδοχή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επίπεδα κινδύνου από ένα άτομο εξαρτάται από το αναμενόμενο προσωπικό όφελος της πράξης. Το όφελος μιας ακτινολογικής εξέτασης που οδηγεί σε σωστή διάγνωση και κατ΄ επέκταση σε σωστή θεραπεία σταθμίζει πάντα αυτούς τους σχετικά χαμηλούς κινδύνους. Οι εξετάσεις υψηλότερης δόσης (που ανήκουν στην κατηγορία `χαμηλού κινδύνου΄) χρησιμοποιούνται λογικά για τη διάγνωση πιο σοβαρών περιπτώσεων όπου το αναμενόμενο όφελος είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Για να δοθεί ακόμα μία πιο ευρεία οπτική του προβλήματος , συγκρίθηκαν οι κίνδυνοι από τις ιατρικές εκθέσεις με άλλους πιο οικείους κινδύνους της καθημερινής ζωής κατά τις επαγγελματικές μας ή άλλες δραστηριότητες.
Η πιθανότητα π.χ. να χάσει τη ζωή της μία νοικοκυρά μέσα σε ένα χρόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της είναι αρκετά μικρή 1 στις 100.000, ενώ αντίστοιχα ενός αγρότη 1 στις 9.000. Αντίθετα ο κίνδυνος για έναν μοτοσυκλετιστή είναι αρκετά υψηλός 1 στις 500 ανά έτος ένας δε καπνιστής (20 τσιγάρα ανά ημέρα) αυξάνει τον κίνδυνο για τη ζωή του κατά 1 στις 200.
Στη συνέχεια μετά την εκτίμηση των κινδύνων από τις επιμέρους εξετάσεις γίνεται μία σύνοψη των κύριων σημείων όπως αυτή που ακολουθεί.
Η χρήση ακτινολογικών εξετάσεων είναι αποδεκτή στην ιατρική και δικαιολογείται από τα σαφή κλινικά οφέλη για τον ασθενή τα οποία αντισταθμίζουν κατά πολύ το μικρό κίνδυνο από την ακτινοβολία θα πρέπει όμως να ακολουθούνται οι δύο βασικές αρχές της ακτινοπροστασίας αυτή της αιτιολόγησης καθώς και της βελτιστοποίησης.
Η οδηγία 97/43/1997 (Medical Exposure Directive, MED) 8 της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί από όλους τους ενδιαφερόμενους να μειώσουν την άσκοπη έκθεση των ασθενών στην ακτινοβολία. Οι αρμόδιοι οργανισμοί και τα άτομα που χρησιμοποιούν ιοντίζουσα ακτινοβολία πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς αυτούς. Ένας σημαντικός τρόπος μείωσης της δόσης ακτινοβολίας είναι να αποφεύγεται η διεξαγωγή περιττών εξετάσεων (ιδίως επαναληπτικών εξετάσεων). Η ενεργός δόση μίας ακτινολογικής εξέτασης είναι το άθροισμα των δόσεων των επιμέρους ιστών ή οργάνων, σταθμισμένο ως προς την ακτινοευαισθησία του καθενός για την εμφάνιση καρκίνου ή την πρόκληση σοβαρών κληρονομήσιμων αποτελεσμάτων.
Επίσης ένα άλλο εργαλείο της αρχής της βελτιστοποίησης όπως ορίζεται στην παραπάνω οδηγία είναι ο ορισμός διαγνωστικών επιπέδων αναφοράς (ΔΕΑ), τα οποία είναι επίπεδα δόσης για εξετάσεις ομάδων ασθενών τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνονται συστηματικά κατά τις τυπικές διαδικασίες (ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις) όταν εφαρμόζεται η ορθή πρακτική όσον αφορά τη διάγνωση. Γενικά ως ΔΕΑ προτείνεται να χρησιμοποιείται από τη Ευρωπαϊκή Ένωση το επίπεδο δόσης ασθενών το οποίο δεν υπερβαίνουν κατά τις εξετάσεις τους το 75% των εργαστηρίων σε συνολική κλίμακα (Δημοσίων και Ιδιωτικών). Το όριο αυτό αναφέρεται ως τρίτο τεταρτημόριο (third quartile) της συνολικής κατανομής των δόσεων.
Οι χαρακτηριστικές ενεργοί δόσεις για τις πιο κοινές διαγνωστικές ακτινογραφίες διαφέρουν κατά ένα παράγοντα περίπου ίσο με το 1000 και κυμαίνονται από δόσεις που ισοδυναμούν με μία-δύο ημέρες φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος (0,02 mSv για την ακτινογραφία θώρακα) έως 4,5 έτη (π.χ. για την υπολογιστική τομογραφία κοιλίας). Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά στην ακτινοβολία περιβάλλοντος μεταξύ και εντός των διαφόρων χωρών. Οι δόσεις των συνηθισμένων ακτινολογικών εξετάσεων βασίζονται σε αποτελέσματα που συγκεντρώθηκαν από μετρήσεις των δόσεων που δέχθηκαν οι ασθενείς, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 380 νοσοκομεία σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1990 έως το 1995. Αυτές είναι χαμηλότερες από εκείνες που αναφέρονταν σε προηγούμενες μελέτες οι οποίες βασίζονταν σε δεδομένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υποδεικνύοντας μία ικανοποιητική τάση για μεγαλύτερη προστασία του ασθενή η οποία οφείλεται κυρίως τόσο στη πρόοδο της βιοϊατρικής τεχνολογίας όσο και σε αυστηρότερα προγράμματα ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόσθηκαν.
Μία άλλη περίπτωση όπου πρέπει να αποφεύγεται η ακτινοβόληση, όταν είναι δυνατόν, είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της γυναίκας. Εδώ ο στοχαστικός κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου για το νεογέννητο παιδί κατά τη παιδική ηλικία ή την υπόλοιπη ζωή του είναι κατά 3 φορές μεγαλύτερος από αυτόν του κοινού πληθυσμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις η γυναίκα ασθενής δεν υποπτεύεται την εγκυμοσύνη της γι' αυτό θα πρέπει να ερωτάται γι' αυτό πριν από κάθε εξέταση με ιοντίζουσα ακτινοβολία. Την κύρια ευθύνη για τη διαδικασία αυτή την έχει ο παραπέμπον ιατρός.
Εάν δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης η εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί κανονικά , εάν όμως η ασθενής είναι σίγουρα ή πιθανώς έγκυος (δηλαδή έχει καθυστερήσει η εμμηνόρροια) η αιτιολόγηση της προτεινόμενης εξέτασης πρέπει να επανεξεταστεί από τον ακτινολόγο και τον παραπέμποντα ιατρό και να αποφασισθεί εάν η εξέταση θα αναβληθεί για μετά τον τοκετό ή ως την επόμενη εμμηνόρροια. Ωστόσο, μία αγωγή που έχει κλινικό όφελος για τη μητέρα μπορεί να έχει έμμεσο όφελος και για το αγέννητο παιδί της οπότε εάν αυτή η απαραίτητη αγωγή καθυστερήσει έως την ολοκλήρωση της κύησης ενδέχεται να αυξηθεί ο κίνδυνος για το έμβρυο καθώς και για τη μητέρα.
Στη περίπτωση που ο ακτινολόγος και ο παραπέμπων ιατρός συμφωνούν ότι η ακτινοβόληση της μήτρας της εγκύου ή πιθανώς εγκύου δικαιολογείται από κλινική άποψη, η απόφαση αυτή πρέπει να καταγράφεται. Στη συνέχεια ο ακτινολόγος πρέπει να εξασφαλίσει την απόκτηση των απαραίτητων διαγνωστικών πληροφοριών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η έκθεση της ασθενούς θα περιορισθεί στο ελάχιστο.
Στη περίπτωση όμως που το έμβρυο εκτεθεί ακούσια στην ακτινοβολία, παρά τα παραπάνω μέτρα, ο μικρός κίνδυνος που συνεπάγεται από αυτή την έκθεση γα το έμβρυο δεν δικαιολογεί, ακόμη και αν οι δόσεις ήταν υψηλές, τον πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο των επεμβατικών διαγνωστικών μεθόδων για το έμβρυο (πχ. αμνιοκέντηση) ή από εκείνο της διακοπής της κύησης . Εάν συμβεί μια τέτοια ακούσια έκθεση, θα πρέπει να γίνει ακριβής υπολογισμός της δόσης στο έμβρυο, ατομική αξιολόγηση του κινδύνου και τα αποτελέσματα να συζητηθούν με τον ασθενή.
Πηγή
Γενικά, ο πληθυσμός κάθε χώρας δεν μπορεί εύκολα να βρει πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους από ακτινοβολία κατά τις ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις. Ακόμα και οι ιατροί που παραπέμπουν τους ασθενείς για αυτές τις εξετάσεις όσο και οι ίδιοι οι ακτινολόγοι και οι τεχνολόγοι που τις εκτελούν δεν είναι πάντα καλά πληροφορημένοι σχετικά με αυτό το αντικείμενο.
Σε αυτήν την εργασία, περιγράφονται τα οφέλη αλλά και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις ακτινολογικές εξετάσεις με σκοπό όλοι οι ενδιαφερόμενοι, να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία υπεύθυνη γνώση και γνώμη σχετικά με το αν οι συνήθως πολύ μικροί κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτές τις ιατρικές διαγνωστικές εκθέσεις, σταθμίζονται από τα αναμενόμενα οφέλη που περιγράφονται από τον υπεύθυνο ιατρό.
Επίσης έγινε προσπάθεια να δοθούν νέες έννοιες όπως αυτή της βελτιστοποίησης των δόσεων και κυρίως στις πλέον ευαίσθητες ομάδες, έμβρυο και παιδιά, με την εισαγωγή των Διαγνωστικών Επιπέδων Αναφοράς, όπως αυτά εφαρμόζονται σύμφωνα με την νέα οδηγία 97/461EURATOM (Medical Exposure Directive ).
Δόθηκε επίσης μεγάλη προσοχή έτσι ώστε να αποφευχθούν κινδυνολογίες αλλά και να δοθεί στο αντικείμενο η πρέπουσα σημασία. Οι δόσεις, τα οφέλη και οι κίνδυνοι των ιατρικών πράξεων περιγράφονται έτσι ώστε να είναι κατανοητά τόσο από όλους τους ιατρούς όσο και από το ευρύ κοινό.
Επίπεδα Δόσεων και Κίνδυνος
Στις περισσότερες ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις, τα επίπεδα δόσεων διαφέρουν σημαντικά από νοσοκομείο σε νοσοκομείο από μηχάνημα σε μηχάνημα αλλά και από ασθενή σε ασθενή. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, η διακύμανση στη μέση δόση που λαμβάνει ένας ασθενής από μία συγκεκριμένη ακτινολογική εξέταση, εκτείνεται για τα διάφορα νοσοκομεία κατά ένα παράγοντα τέσσερα με επτά΄. Επίσης, η διακύμανση της μέσης δόσης μεταξύ διαφορετικών ασθενών μπορεί να προσθέσει έναν επιπλέον παράγοντα δύο με τρία. Συνεπώς δεν έχει νόημα να οριστούν με ακρίβεια «τυπικές» τιμές δόσεων για τις ακτινολογικές εξετάσεις. Στην εργασία αυτή έχει γίνει απλά ένας διαχωρισμός των εξετάσεων σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες των οποίων η τιμή της ενεργού δόσης κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα.Συνήθως, το κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με τις μονάδες ακτινοβολίας οπότε δεν υπάρχει λόγος να εκφραστούν τα επίπεδα έκθεσης μόνο σε millisievert ή να γίνει εκτενής αναφορά σε πολύπλοκες έννοιες όπως είναι η ενεργός δόση. Στην πράξη είναι πιο χρήσιμη η σύγκριση των ιατρικών εκθέσεων με καθημερινές εκθέσεις, π.χ. ως προς την ισοδύναμη περίοδο φυσικής ακτινοβολίας υποστρώματος,΄. Ουσιαστικά ως μέτρο σύγκρισης του κινδύνου από την ακτινοβολία εκφράζεται με την έννοια της ενεργού δόσης, αλλά αυτό που χρειάζεται να γνωρίζει το κοινό είναι ότι η τιμή του μέτρου της δόσης είναι αυτό που συνδέεται με το συνολικό κίνδυνο από ακτινοβολία.
Παρακάτω παρατίθεται πίνακας΄ με τις τιμές ενεργού δόσης που εκφράζουν και τον κίνδυνο για τις βασικές ακτινολογικές εξετάσεις και τις ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατά τη δεκαετία του 1990 στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκρίνονται δε με ισοδύναμο αριθμό ακτινογραφιών θώρακα και ισοδύναμη περίοδο ακτινοβολίας περιβάλλοντος.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΔΟΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΠΟ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΡΑΔΙΟΪΣΟΤΟΠΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990 ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Διαγνωστική μέθοδος
|
Χαρακτηριστική ενεργός δόση (mSv)
|
Ισοδύναμος αριθμός ακτινογραφιών θώρακα
|
Κατά προσέγγιση ισοδύναμη περίοδος φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος
|
Ακτινολογικές εξετάσεις
| |||
Άκρων και αρθρώσεων (εκτός από του ισχίου)
|
<0.01
|
<0.5
|
<1.5 ημέρα
|
Θώρακα (απλή οπισθοπρόσθια ακτινογραφία)
|
0.02
|
1
|
3 ημέρες
|
Κρανίου
|
0.07
|
3.5
|
11 ημέρες
|
Θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
|
0.7
|
35
|
4 μήνες
|
Οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
|
1.3
|
65
|
7 μήνες
|
Ισχίου
|
0.3
|
15
|
7 εβδομάδες
|
Πυέλου
|
0.7
|
35
|
4 μήνες
|
Κοιλία
|
1.0
|
50
|
6 μήνες
|
Ενδοφλέβιος πυελογραφία
|
2.5
|
125
|
14 μήνες
|
Βαριούχος κατάποση
|
1.5
|
75
|
8 μήνες
|
Βαριούχο γεύμα
|
3
|
150
|
16 μήνες
|
Βαριούχος διάβαση
|
3
|
150
|
16 μήνες
|
Βαριούχος υποκλυσμός
|
7
|
350
|
3.2 έτη
|
Υπολογιστική τομογραφία κεφαλής
|
2.3
|
115
|
1 έτος
|
Υπολογιστική τομογραφία θώρακα
|
8
|
400
|
3.6 έτη
|
Υπολογιστική τομογραφία κοιλίας - πυέλου
|
10
|
500
|
4.5 έτη
|
Ραδιοϊσοτοπικές Μελέτες
| |||
Πνευμονικός αερισμός (Xe-133)
|
0.3
|
15
|
7 εβδομάδες
|
Πνευμονική αιμάτωση Tc-99m
|
1
|
50
|
6 μήνες
|
Νεφρού Τc-99m
|
1
|
50
|
6 μήνες
|
Θυρεοειδούς αδένα Tc-99m
|
1
|
50
|
6 μήνες
|
Οστών Τc-99m
|
4
|
200
|
1.8 έτη
|
Δυναμική καρδιάς (κοιλιογραφία) (Tc-99m)
|
6
|
300
|
2.7 έτη
|
Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων κεφαλής (ΡΕΤ) (F-18 FDG)
|
5
|
250
|
2.3 έτη
|
* Μέση ακτινοβολία περιβάλλοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο= 2.2mSv ανά έτος: ο μέσος όρος των διαφόρων περιοχών κυμαίνεται από 1.5 έως 7.5 mSv ανά έτος.
Οι εξετάσεις χαμηλών δόσεων των άκρων και του θώρακα είναι οι πιο κοινές ακτινολογικές εξετάσεις, αλλά οι σχετικά σπάνιες εξετάσεις υψηλών δόσεων όπως η υπολογιστική τομογραφία σώματος και οι μελέτες βαρίου είναι οι κύριοι συντελεστές της συνολικής δόσης του πληθυσμού.Οι δόσεις ορισμένων εξετάσεων υπολογιστικής τομογραφίας είναι ιδιαίτερα υψηλές, δεν παρουσιάζουν ενδείξεις μείωσης και η χρήση της υπολογιστικής τομογραφίας διαρκώς αυξάνεται. Η υπολογιστική τομογραφία πιθανόν να συνεισφέρει σήμερα κατά το ήμισυ περίπου στη συνολική δόση από όλες τις ακτινολογικές εξετάσεις. Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό η παραπομπή ασθενών για εξέταση υπολογιστικής τομογραφίας να δικαιολογείται από κάθε άποψη και να υιοθετούνται τεχνικές που να περιορίζουν στο ελάχιστο τη δόση, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα υπάρχουν απώλειες στη συγκέντρωση των απαραιτήτων διαγνωστικών πληροφοριών. Πράγματι, ορισμένες αρχές υπολογίζουν ότι ο επιπλέον κίνδυνος για θανατηφόρο καρκίνο από μία εξέταση κοιλιακής υπολογιστικής τομογραφίας σε έναν ενήλικα είναι περίπου 1 στις 2000 αρκετά μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον κίνδυνο από μία ακτινογραφία θώρακα που είναι 1 στο εκατομμύριο. Ωστόσο ο επιπλέον αυτός κίνδυνος είναι πολύ μικρότερος σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο συνολικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου (περίπου 1 στις 3) και επιπροσθέτως ο επιπλέον κίνδυνος αντισταθμίζεται με το παραπάνω από τα οφέλη που αποκομίζονται από την εξέταση της υπολογιστικής τομογραφίας.
Στη συνέχεια τόσο οι ακτινολογικές εξετάσεις όσο και οι διαγνωστικές ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες η τιμή ενεργού δόσης κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Η εκτίμηση της δόσης έγινε σύμφωνα με το NRPB μέχρι τα τέλη του 19952. Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθεται η κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές και εκτός από τη ενεργό δόση η αντίστοιχη ισοδύναμη περίοδος φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος καθώς και ο επιπρόσθετος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ανά εξέταση.
Επίπεδα κινδύνου για τις συνηθέστερες Ακτινολογικές εξετάσεις και Ραδιοϊσοτοπικά σπινθηρογραφήματα
| ||
Είδος εξέτασης (ακτινολογική εξέταση ή σπινθηρογράφημα)
|
Ισοδύναμη Περίοδος φυσικής ακτινοβολίας υποστρώματος.
|
Επιπρόσθετος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ανά εξέταση*
|
|
Λίγες μέρες
| Αμελητέος κίνδυνος . Λιγότερο από 1 στο 1.000.000 |
|
Λίγες εβδομάδες
| Ελάχιστος κίνδυνος . 1 στο 1.000.000 έως 1 στο 100.000 |
|
Λίγοι μήνες έως ένα έτος
| Πολύ χαμηλός κίνδυνός . 1 στο 100.000 έως 1 στο 10.000 |
|
Λίγα χρόνια
| Χαμηλός κίνδυνος . 1 στο 10.000 έως 1 στο 1000 |
* Αυτά τα επίπεδα κινδύνου αποτελούν ένα πολύ μικρό επιπρόσθετο κίνδυνο σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα πιθανότητα καρκινογένεσης περίπου 1 στις 3.
|
Πως συνδέονται οι παράγοντες κινδύνου;
Αρχικά, για να παρουσιαστεί μία ισορροπημένη άποψη και να αποφευχθούν παρεξηγήσεις είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαριστούν ποια είναι αλλά και ποια δεν είναι τα αποτελέσματα της ακτινοβολίας για τα επίπεδα δόσης που συναντώνται στη διαγνωστική ακτινολογία.
Στην τελευταία στήλη του προηγούμενου πίνακα παρουσιάστηκαν ποσοτικές εκτιμήσεις της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου μετά την έκθεση. Βέβαια αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη διακύμανση στις δόσεις των ασθενών αλλά και οι σημαντικές αβεβαιότητες στις τιμές των συντελεστών κινδύνου από ακτινοβολία, ειδικά όταν υπολογίζονται κατά άτομο, μπορεί να γίνει μόνο μία γενική εκτίμηση του κινδύνου. Για τον υπολογισμό του κινδύνου σε κάθε ακτινολογική εξέταση χρησιμοποιήθηκε ο ονομαστικός συντελεστής πιθανότητας θανατηφόρου καρκίνου λόγω έκθεσης σε ακτινοβολία του ICRP, υπολογισμένος για όλο τον πληθυσμό (5% ανά Sievert) 5 . ΄Όπως προαναφέρθηκε οι εξετάσεις χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες των οποίων η ενεργός δόση κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Οπότε και ο ενδεικτικός κίνδυνος για κάθε κατηγορία κυμαίνεται επίσης κατά τον ίδιο παράγοντα . Τα όρια μεταξύ των επιπέδων κινδύνου για τις διάφορες κατηγορίες έχουν επιλεγεί έτσι ώστε να είναι ακέραια πολλαπλάσια του δέκα.
Επίσης, επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος από ακτινοβολία είναι πολύ χαμηλότερος για τους πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι υφίστανται στην πλειονότητα των ακτινολογικών εξετάσεων, καθώς ο εναπομένων χρόνος για την εμφάνιση καρκίνου είναι αρκετά μικρότερος. Αντιστρόφως οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για τα παιδιά (3 φορές ) γι αυτό και πρέπει να δίνεται σε αυτά μεγαλύτερη σημασία στην αιτιολόγηση αλλά και στη βελτιστοποίηση των ιατρικών εκθέσεων.
Οι ακτίνες Χ λοιπόν πόσο ασφαλείς είναι; Οι ακτινολογικές πράξεις θεωρούνται γενικά ΄ασφαλείς΄, όταν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι δυσάρεστο πέφτει κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Στην εργασία επισημαίνεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν υπερβολικά ασφαλείς τις πράξεις που συνδέονται με κίνδυνο κάτω από 1 στο 1.000.000 (κατηγορία αμελητέου κινδύνου). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι απλές ακτινογραφικές εξετάσεις θώρακα, δοντιών και άκρων. Οι πιο πολύπλοκες εξετάσεις συνδέονται με ΄ελάχιστο΄, ΄πολύ χαμηλό΄ ή ΄χαμηλό΄ κίνδυνο. Η αποδοχή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επίπεδα κινδύνου από ένα άτομο εξαρτάται από το αναμενόμενο προσωπικό όφελος της πράξης. Το όφελος μιας ακτινολογικής εξέτασης που οδηγεί σε σωστή διάγνωση και κατ΄ επέκταση σε σωστή θεραπεία σταθμίζει πάντα αυτούς τους σχετικά χαμηλούς κινδύνους. Οι εξετάσεις υψηλότερης δόσης (που ανήκουν στην κατηγορία `χαμηλού κινδύνου΄) χρησιμοποιούνται λογικά για τη διάγνωση πιο σοβαρών περιπτώσεων όπου το αναμενόμενο όφελος είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Για να δοθεί ακόμα μία πιο ευρεία οπτική του προβλήματος , συγκρίθηκαν οι κίνδυνοι από τις ιατρικές εκθέσεις με άλλους πιο οικείους κινδύνους της καθημερινής ζωής κατά τις επαγγελματικές μας ή άλλες δραστηριότητες.
Η πιθανότητα π.χ. να χάσει τη ζωή της μία νοικοκυρά μέσα σε ένα χρόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της είναι αρκετά μικρή 1 στις 100.000, ενώ αντίστοιχα ενός αγρότη 1 στις 9.000. Αντίθετα ο κίνδυνος για έναν μοτοσυκλετιστή είναι αρκετά υψηλός 1 στις 500 ανά έτος ένας δε καπνιστής (20 τσιγάρα ανά ημέρα) αυξάνει τον κίνδυνο για τη ζωή του κατά 1 στις 200.
Στη συνέχεια μετά την εκτίμηση των κινδύνων από τις επιμέρους εξετάσεις γίνεται μία σύνοψη των κύριων σημείων όπως αυτή που ακολουθεί.
- Στα ακτινολογικά εργαστήρια πρέπει να γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση της δόσης ακτινοβολίας με τη χρήση, όπου είναι δυνατόν, μη ιοντιζουσών ακτινοβολιών όπως οι υπέρηχοι και το MRΙ.
- Οι δόσεις ακτινοβολίας από τις ακτινολογικές εξετάσεις καθώς και από τα σπινθηρογραφήματα ισοτόπων είναι πολύ μικρές σε σχέση με αυτές που λαμβάνουμε από τη συνολική φυσική ακτινοβολία υποστρώματος και κυμαίνονται από ισοδύναμη περίοδο λίγων ημερών έως λίγων ετών.
- Οι κίνδυνοι στην υγεία από αυτές τις δόσεις είναι πολύ χαμηλοί σε σχέση με τον ήδη υπάρχοντα κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου (25-30%), αλλά δεν είναι τελείως αμελητέοι για τις διαδικασίες που περιλαμβάνουν εξετάσεις ακτινοσκόπησης ή αξονικής τομογραφίας (CT).
- Πρέπει πάντα ο ασθενής να πληροφορεί τον υπεύθυνο ιατρό του για άλλες πρόσφατες ακτινογραφίες ή σπινθηρογραφήματα ώστε να αποφευχθεί αναίτια ακτινοβόλησή του.
- Οι κίνδυνοι είναι μικρότεροι (5-10 φορές) για πιο ηλικιωμένους ανθρώπους και λίγο μεγαλύτεροι (3 φορές) για έμβρυα και μικρά παιδιά. Οπότε πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σε εξετάσεις παιδιών και εγκύων .
- Πρέπει επίσης να γίνει γνωστή η αναγκαιότητα της εξέτασης και ότι αν αυτή δεν πραγματοποιηθεί ενώ είναι απαραίτητη, ο κίνδυνος στην υγεία του ασθενούς θα είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της ίδιας της ακτινοβολίας.
Η χρήση ακτινολογικών εξετάσεων είναι αποδεκτή στην ιατρική και δικαιολογείται από τα σαφή κλινικά οφέλη για τον ασθενή τα οποία αντισταθμίζουν κατά πολύ το μικρό κίνδυνο από την ακτινοβολία θα πρέπει όμως να ακολουθούνται οι δύο βασικές αρχές της ακτινοπροστασίας αυτή της αιτιολόγησης καθώς και της βελτιστοποίησης.
Η οδηγία 97/43/1997 (Medical Exposure Directive, MED) 8 της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτεί από όλους τους ενδιαφερόμενους να μειώσουν την άσκοπη έκθεση των ασθενών στην ακτινοβολία. Οι αρμόδιοι οργανισμοί και τα άτομα που χρησιμοποιούν ιοντίζουσα ακτινοβολία πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς αυτούς. Ένας σημαντικός τρόπος μείωσης της δόσης ακτινοβολίας είναι να αποφεύγεται η διεξαγωγή περιττών εξετάσεων (ιδίως επαναληπτικών εξετάσεων). Η ενεργός δόση μίας ακτινολογικής εξέτασης είναι το άθροισμα των δόσεων των επιμέρους ιστών ή οργάνων, σταθμισμένο ως προς την ακτινοευαισθησία του καθενός για την εμφάνιση καρκίνου ή την πρόκληση σοβαρών κληρονομήσιμων αποτελεσμάτων.
Επίσης ένα άλλο εργαλείο της αρχής της βελτιστοποίησης όπως ορίζεται στην παραπάνω οδηγία είναι ο ορισμός διαγνωστικών επιπέδων αναφοράς (ΔΕΑ), τα οποία είναι επίπεδα δόσης για εξετάσεις ομάδων ασθενών τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνονται συστηματικά κατά τις τυπικές διαδικασίες (ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις) όταν εφαρμόζεται η ορθή πρακτική όσον αφορά τη διάγνωση. Γενικά ως ΔΕΑ προτείνεται να χρησιμοποιείται από τη Ευρωπαϊκή Ένωση το επίπεδο δόσης ασθενών το οποίο δεν υπερβαίνουν κατά τις εξετάσεις τους το 75% των εργαστηρίων σε συνολική κλίμακα (Δημοσίων και Ιδιωτικών). Το όριο αυτό αναφέρεται ως τρίτο τεταρτημόριο (third quartile) της συνολικής κατανομής των δόσεων.
Οι χαρακτηριστικές ενεργοί δόσεις για τις πιο κοινές διαγνωστικές ακτινογραφίες διαφέρουν κατά ένα παράγοντα περίπου ίσο με το 1000 και κυμαίνονται από δόσεις που ισοδυναμούν με μία-δύο ημέρες φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος (0,02 mSv για την ακτινογραφία θώρακα) έως 4,5 έτη (π.χ. για την υπολογιστική τομογραφία κοιλίας). Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά στην ακτινοβολία περιβάλλοντος μεταξύ και εντός των διαφόρων χωρών. Οι δόσεις των συνηθισμένων ακτινολογικών εξετάσεων βασίζονται σε αποτελέσματα που συγκεντρώθηκαν από μετρήσεις των δόσεων που δέχθηκαν οι ασθενείς, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 380 νοσοκομεία σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1990 έως το 1995. Αυτές είναι χαμηλότερες από εκείνες που αναφέρονταν σε προηγούμενες μελέτες οι οποίες βασίζονταν σε δεδομένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υποδεικνύοντας μία ικανοποιητική τάση για μεγαλύτερη προστασία του ασθενή η οποία οφείλεται κυρίως τόσο στη πρόοδο της βιοϊατρικής τεχνολογίας όσο και σε αυστηρότερα προγράμματα ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόσθηκαν.
Μία άλλη περίπτωση όπου πρέπει να αποφεύγεται η ακτινοβόληση, όταν είναι δυνατόν, είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της γυναίκας. Εδώ ο στοχαστικός κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου για το νεογέννητο παιδί κατά τη παιδική ηλικία ή την υπόλοιπη ζωή του είναι κατά 3 φορές μεγαλύτερος από αυτόν του κοινού πληθυσμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις η γυναίκα ασθενής δεν υποπτεύεται την εγκυμοσύνη της γι' αυτό θα πρέπει να ερωτάται γι' αυτό πριν από κάθε εξέταση με ιοντίζουσα ακτινοβολία. Την κύρια ευθύνη για τη διαδικασία αυτή την έχει ο παραπέμπον ιατρός.
Εάν δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης η εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί κανονικά , εάν όμως η ασθενής είναι σίγουρα ή πιθανώς έγκυος (δηλαδή έχει καθυστερήσει η εμμηνόρροια) η αιτιολόγηση της προτεινόμενης εξέτασης πρέπει να επανεξεταστεί από τον ακτινολόγο και τον παραπέμποντα ιατρό και να αποφασισθεί εάν η εξέταση θα αναβληθεί για μετά τον τοκετό ή ως την επόμενη εμμηνόρροια. Ωστόσο, μία αγωγή που έχει κλινικό όφελος για τη μητέρα μπορεί να έχει έμμεσο όφελος και για το αγέννητο παιδί της οπότε εάν αυτή η απαραίτητη αγωγή καθυστερήσει έως την ολοκλήρωση της κύησης ενδέχεται να αυξηθεί ο κίνδυνος για το έμβρυο καθώς και για τη μητέρα.
Στη περίπτωση που ο ακτινολόγος και ο παραπέμπων ιατρός συμφωνούν ότι η ακτινοβόληση της μήτρας της εγκύου ή πιθανώς εγκύου δικαιολογείται από κλινική άποψη, η απόφαση αυτή πρέπει να καταγράφεται. Στη συνέχεια ο ακτινολόγος πρέπει να εξασφαλίσει την απόκτηση των απαραίτητων διαγνωστικών πληροφοριών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η έκθεση της ασθενούς θα περιορισθεί στο ελάχιστο.
Στη περίπτωση όμως που το έμβρυο εκτεθεί ακούσια στην ακτινοβολία, παρά τα παραπάνω μέτρα, ο μικρός κίνδυνος που συνεπάγεται από αυτή την έκθεση γα το έμβρυο δεν δικαιολογεί, ακόμη και αν οι δόσεις ήταν υψηλές, τον πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο των επεμβατικών διαγνωστικών μεθόδων για το έμβρυο (πχ. αμνιοκέντηση) ή από εκείνο της διακοπής της κύησης . Εάν συμβεί μια τέτοια ακούσια έκθεση, θα πρέπει να γίνει ακριβής υπολογισμός της δόσης στο έμβρυο, ατομική αξιολόγηση του κινδύνου και τα αποτελέσματα να συζητηθούν με τον ασθενή.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου