Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ο χρόνος έναρξης λήψης αντισυλληπτικών σχετίζεται με το χρόνο εμφάνισης του καρκίνου του μαστού



Η χρήση αντισυλληπτικών αυξάνει σε μικρό βαθμό τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού και σχετικές μελέτες έδειξαν ότι με την πάροδο περίπου μίας δεκαετίας από τη διακοπή ο κίνδυνος για τις πρώην χρήστριες εξισώνεται με εκείνες που ποτέ δεν έλαβαν αντισυλληπτικά.
Μία πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του περιοδικού Breast Journal ασχολήθηκε με την σχέση της ηλικίας που

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

MR-PET: Μια νέα προσέγγιση στον τομέα της μοριακής απεικόνισης

Περίληψη
Είναι ευρέως αποδεκτό ότι η υπέρθεση των ανατομικών πληροφοριών βελτιώνει τη διαγνωστική αξία της λειτουργικής και μοριακής απεικόνισηςΑυτό αντανακλάται στην επιτυχία των υβριδικών συστημάτων που χρησιμοποιούν συνδυασμό PET και αξονικού τομογράφουΑλλά ο συνδυασμός της τομογραφίας ποζιτρονίων και της μαγνητικής τομογραφίας μπορεί να προσφέρει μεγάλα πλεονεκτήματαόπως υψηλότερη αντίθεση μαλακών ιστών με τις ανατομικές εικόνες της μαγνητικής τομογραφίας με ταυτόχρονη έκθεση σε πολύ χαμηλότερη δόση ακτινοβολίας για τον ασθενήΣυσχετικός απεικόνισης θα ανοίξει νέες συναρπαστικές εφαρμογές στην ογκολογίανευρολογία και την καρδιολογίαΠρος το παρόνη συμβατότηταανιχνευτών PET με μαγνητικά πεδία εξακολουθεί να αποτελεί τεχνική πρόκληση και ο περιορισμός χώρου μέσα στο μαγνήτη έχει σχεδόν επιλυθείΔεν υπάρχει πλήρως ανεπτυγμένο και ώριμο κλινικο MR/PET σύστημα στην αγορά αυτή, αν και αυτή τη στιγμή οι τρεις μεγαλύτεροι κατασκευαστές δηλώνουν διαθεσιμότητα συστημάτων MR-PET.

Εισαγωγή
Συνδυάζοντας λειτουργικά στοιχεία από την πυρηνική ιατρική με ανατομικές πληροφορίες από την αξονική ή την μαγνητική τομογραφία οι λεπτομέρειες καθήλωσης των ιχνηθετών  τηε PETγίνονται όλο και πιο συγκεκριμένεςΣυνδυασμός εικόνας και τεχνικές σύντηξης, έχουν αναπτυχθεί και βελτιστοποιηθεί για την ερμηνεία PETCT και MRI δεδομένωνΕνώ ο συνδυασμός του PET και CT σε μία συσκευή χρησιμοποιείται ήδη σε τακτική βάση στην ογκολογίαο συνδυασμός της ΡΕΤ με MR εφαρμόζεται πολύ περιορισμένα από δύο κατασκευαστές και πάντα σε ερευνητικό στάδιο.
Σε αυτό το άρθρο εξηγείται η πρόσθετη αξία μιας συνδυασμένης MR/PET σε σύγκριση μεπροηγμένες μεθόδους συνδυασμού για τις εικόνες που αποκτώνται ξεχωριστά.
Κατ 'αρχήνμια συνδυασμένη MR/PET εξέταση με ταυτόχρονες μετρήσεις που θα παρέχειλειτουργικές και ανατομικές πληροφορίες ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο και χρόνοΣυνδυάζονταιανακρίβειεςοι οποίες συνήθως εμφανίζονται όταν αποκτούνται ξεχωριστά σύνολα δεδομένων μεεπανατοποθέτηση του ασθενούς σε διαφορετική κατάσταση και θέσηγενικά δεν μπορούν ναπροκύψουν με υβριδικό σύστημα απεικόνισηςΕκτός από τις συγκεκριμένες ανατομικέςπληροφορίεςη μαγνητική τομογραφία μπορεί να παράσχει στοιχεία από τα οποία θα εξαχθούν οι συντελεστές εξασθένισης της PET με αποτέλεσμα να να μην απαιτείται η χρήση ραδιενεργών πηγών ή λυχνίας ακτίνων Χ.


Ταυτόχρονη απεικόνιση
Ένα επιπλέον πλεονέκτημα της εκτέλεσης ΡΕΤ σε ένα υψηλό μαγνητικό πεδίο είναι η αύξηση της διακριτικής ικανότητας λόγω της περιορισμένης κίνησης των ποζιτρονίων. Αν και αυτό ήταν το κίνητρο για την αρχική έρευνα της συνδυασμένης PET και MR, τώρα το επίκεντρο μετατοπίστηκε στην ταυτόχρονη MR/PET, δεδομένου ότι απαιτούνται πολύ υψηλά μαγνητικά πεδία για να βελτιωθεί η ανάλυση για τα συστήματα PET. Οι χρόνοι μέτρησης για μια ολοκληρωμένη εικόνα στην μαγνητική τομογραφία είναι συνήθως μεγαλύτεροι σε σύγκριση με φυσιολογικές λειτουργίες, όπως η αναπνοή ή κτύπος της καρδιάς. Αυτό είναι παρόμοιο με τηνPET, η οποία διαρκεί συνήθως αρκετά λεπτά ανά θέση κρεβάτι. Στην μαγνητική τομογραφία βέβαια έχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές για να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα. Μερικά από αυτά βασίζονται στην δυνατότητα της MR για τη μέτρηση σημάτων με αναπνευστικό ή καρδιακό σκανδαλισμό (respiratorycardiac triggering) ή με την βοήθεια παλμών πλοήγησης (navigator). Για παράδειγμα, η θέση του μεσοθωράκιου μπορεί να ανιχνευθεί σε πραγματικό χρόνο με την μαγνητική τομογραφία. Αυτή η πληροφορία μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα στην μαγνητική τομογραφία για την ρύθμιση της επιλεγμένης τομής ή τρισδιάστατης απεικονιζόμενης περιοχής, προκειμένου να ακολουθήσει την κίνηση της ανατομικής δομής, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει στην αξονική τομογραφία λόγω της ακτινοβολίας και της μεθόδου λήψεις της εικόνας. Για τηνPET, αυτές οι πληροφορίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί αναδρομικά για την καλύτερη μετεπεξεργασία των δεοδομένων σε συνδυασμό πάντα με τα δεδομένα κίνησης των ιστών για τον περιορισμό της ασάφειας κίνησης. Παρόμοιες τεχνικές εφαρμόζονται και στις καρδιολογικές εφαρμογές. Τεχνικές, αναπτύσσονται επί του παρόντος για την PET / CT, μπορεί να αξιοποιηθεί με την κατάσταση στο MR-PET. Βελτιστοποιημένα προγράμματα ανακατασκευής με τεχνικές περιορισμού της ασάφειας της αναπνοής αναπτύχθηκαν για PET / CT συστήματα. Με την εξέλιξη των αλγορίθμων ανακατασκευής στα κλινικά συστήματα PET / CT η χωρική διακριτική ικανότητα είναι της τάξης των μόλις 4 mm σε μελέτες του εγκεφάλου και μικρότερη από 10 mmσε ογκολογικές μελέτες του θώρακα και της κοιλιάς. Η δυνατότητα να συνδυάστουν PET καιMRΙ σε μία μόνο συσκευή προσφέρει σημαντικά βελτιωμένη διακριτική ικανότητα σε σχέση με τα διαθέσιμα PET / CT συστήματα.



Το κύριο πρόβλημα της απεικόνισης PET είναι η χωρική ανάλυση (> 2mm) λόγω της κίνησης των ποζιτρονίων.

Εφαρμογές της MR/PET.
Διάφοροι τομείς της διάγνωσης είναι σίγουρο ότι θα επωφεληθούν από ένα υβριδικό σύστημα MR/PET. Κάποια από αυτά παρουσιάζονται στη συνέχεια.
Η FDG-PET στη διάγνωση της νόσου του Alzheimer είναι μια καθιερωμένη τεχνική, αλλά οι διορθώσεις για την ατροφία σήμερα βασίζονται μόνο σε εκτιμήσεις. Με MR/PET, ακριβής διόρθωση θα είναι δυνατή με χρήση δεδομένων MRI ευθυγραμμισμένων με τα δεδομένα της PET. Σύντηξης των μελετών μετατόπισης των υποδοχέων με PET και λειτουργική μαγνητική τομογραφία (BOLD fMRI) μπορεί να είναι ευεργετική κατά τη μελέτη της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ενεργοποίησης των υποδοχέων και της περιφερειακής αιμάτωσης. Ακόμα και οι επιπτώσεις της αλλαγής της αιμάτωσης σε περιοχές που είναι απομακρυσμένες στις περιοχές των αλλαγών υποδοχέα μπορεί να αξιολογηθεί. Χρησιμοποιώντας την ίδια δοκιμασία για τον ασθενή με λήψη την ίδια ακριβώς στιγμή δεδομένων της PET και της MR είναι δυνατή η ταυτόχρονη μελέτη μέσω της fMRI και της PET με ραδιοϊχνηθέτη O-15.
Μια άλλη σημαντική κλινική περιοχή εφαρμογής του MR-PET στο νευρολογικό τομέα είναι ο ταυτόχρονος προσδιορισμός των λειτουργικά σημαντικών τμημάτων του εγκεφάλου και την οριοθέτηση του όγκου εντοπισμού πριν από τη χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπεία. Επίσης, MR δεδομένα αιμάτωσης του ασθενούς με εγκεφαλικό επεισόδιο θα μπορούσαν να βελτιωθούν με την συνέργεια λειτουργικών πληροφοριών της ΡΕΤ.
Η ακριβής ανατομική υπέρθεση των πληροφοριών της PET με τις ανατομικές πληροφορίες της MRI σε μία σάρωση θα βελτιώσει σε μεγάλο βαθμό την ακρίβεια εντοπισμού εστιακών αλλοιώσεων.
Στην ογκολογία, εξατομικευμένος σχεδιασμός της θεραπείας παρακολούθηση της θεραπείας είναι θέμα μεγάλου κλινικού ενδιαφέροντος. Ειδικά λειτουργικά στοιχεία πρέπει να συνοδεύονται από ακριβείς ανατομικές πληροφορίες αναφοράς με υψηλή αντίθεση και SNRHPET / CT απεικόνιση ήδη αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα. Η υψηλή αντίθεση μαλακών ιστών της μαγνητικής τομογραφίας και η χαμηλότερη έκθεση σε ακτινοβολία δίνει τη δυνατότητα διαρκούς παρακολούθησης και επαναλαμβανόμενων εξετάσεων.
Η καρδιακές εφαρμογές σίγουρα θα βελτιωθούν από την MR/PET προσέγγιση. Καλύτερη εκτίμηση της περιοχής του βιώσιμου μυοκαρδίου, μελέτες των νεκρομένων περιοχών με ιδανική ανατομική και λειτουργική πληροφορία  η οποία έχει ληφθεί σε μία εξέταση θα έδινε μεγάλη σιγουριά στους κλινικούς ιατρούς στην προσπάθεια ανίχνευσης και ερμηνείας των βλαβών της καρδιάς
Παράδειγμα μια προφανής στρατηγική θα πρέπει να συνδυάζει τις εικόνες υψηλής ανάλυσης από την μαγνητική τομογραφία που απεικονίζει το πάχος τοιχώματος και την κίνηση, ουλώδη ιστό, στεφανιαία ανατομία, και το βάρος της πλάκας, και να συνδυάστούμ με πολύ συγκεκριμένα, ποσοτικά στοιχεία σχετικά με τη βιωσιμότητα των ιστών και τη ροή του αίματος.


Η τεχνική πρόκληση
Το κύριο πρόβλημα σε συστήματα MR-PET προκύπτει από το γεγονός ότι οι φωτοπολλαπλασιαστές δεν μπορούν να λειτουργήσει μέσα σε μαγνητικό πεδίο, χωρίς υποβάθμιση επιδόσεων. Επιπλέον, υπάρχει πολύ περιορισμένος χώρος στο μαγνήτη για την τοποθέτηση ανιχνευτών PET. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί το πρότυπο ανιχνευτή PET, που αποτελείται από κρυστάλλους σπινθυρισμού, συστοιχίες φωτοπολλαπλασιαστών, σε ένα συνδυασμένο MR-PET τομογράφο. Στο UCLA η ομάδα των Cherry et al ξεκίνησε την ανάπτυξη συμβατών ανιχνευτές PET. Η αρχή λειτουργίας του ανιχνευτή βασίζεται στη χρήση των μακρών οπτικών ινών, οι οποίες κατευθύνουν το φως από τους κρύσταλλους σπινθηρισμού εκτός του μαγνητικού πεδίου στους φωτοπολλαπλασιαστές, όπου το πεδίο έχει πέσει κάτω από 10 mT. Με βάση αυτή την τεχνολογία, η πρώτη ταυτόχρονη PET και MR απεικόνιση των ομοιώματος σε 1,5 Τ μαγνητικο τομογράφο με σύστημα PET το οποίο στην ουσία ήταν ένας δακτύλιος ανιχνευτών LSO 54 mm. Η PET είχε κακή απόδοση. ΗMR/PET που αναπτύχθηκε επίσης από την ερευνητική ομάδα του Δρ. Cherry έχει το PET scanner μέσα σε ένα μαγνήτη για τη διευκόλυνση της ταυτόχρονης απεικόνισης. Αν και συστοιχίες σπινθηριστών εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, το φως σπινθηρισμού μεταφέρεται μέσω οπτικών ινών σε ανιχνευτή πυριτίου που δεν επηρεάζεται από τα μαγνητικά πεδία. Αυτό το νέο σύστημα αποδίδει καλά αποτελέσματα με μικρές παρεμβολές. Στην πρώτη in vivoποντικού μελέτη που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, η MR/PET απέδωσε ποιοτικές εικόνες και απέδειξε τη σκοπιμότητα της συνδυασμένης MR/PET.
Αριστερά. Το συνδυασμένο σύστημα πηνίου RF και ανιχνευτών. Το ποντίκι πειραματόζωο και ο σωλήνας αναισθησία είναι επίσης εμφανής στην εικόνα. Δεξιά: εικόνα της συσκευής της PETτοποθετημένη στο εσωτερικό ενός μαγνητικού τομογράφου 3 T.


Σωλήνας φωτοπολλαπλασιαστή, όπως είναι συνήθως σε συστήματα PET και μια μήτρα APD
Για μεγαλύτερη χωρική κάλυψη των μικροσυσκευών PET στα πειραματικά συστήματα, εμφανίστηκε μια άλλη πιο χρήσιμη μορφή ανιχνευτή, οι φωτοδίοδοι χιονοστιβάδας (Avalance photodiodes - ΑPDs). Έχουν χρησιμοποιηθεί σε πρωτότυπα συστήματα απεικόνισης μικρών ζώων PET για να ανιχνεύουν το φως σπινθηρισμών κρυστάλλους BGO ή LSO κρυστάλλους. Το κύριο πλεονέκτημα είναι ότι λειτουργούν σε υψηλά μαγνητικά πεδία, χωρίς υποβάθμιση των επιδόσεων. Επιπλέον, οι ανιχνευτές ημιαγωγών είναι πολύ συμπαγής, προσφέροντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργήσουν πολύ συμπαγής ενότητες με δυνητικά ελάχιστη παρέμβαση στην σχεδίαση του υβριδικού συστήματος. Στο παρακάτω σχήμα  φαίνεται ένας σωλήνας φωτοπολλαπλασιαστή, όπως είναι συνήθως σε συστήματα PET και μια μήτρα APD που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση από κρυστάλλους σπινθηρισμών. 


 
Σωλήνας φωτοπολλαπλασιαστή, όπως είναι συνήθως σε συστήματα PET και μια μήτρα APD.Είναι εμφανής η διαφορά στο μέγεθος των δύο συστημάτων.


Η Siemens αρχικά το 2007 παρουσίασε τα πρώτα αποτελέσματα αυτής της προσέγγισης χρησιμοποιώντας ένα πηνίο εγκεφάλου με τους συνδυασμό κρυστάλλων LSO και APD ανιχνευτών.


 Το σύστημα Brain PET της Siemens το οποίο τοποθετείται μέσα σε μαγνητικό τομογράφο 3Τ. Στην κάτω σειρά παρατηρούμε απεικόνιση του εγκεφάλου με την συνδυασμένη αυτή μέθοδο.


Ο συνδυασμός PET και  μαγνητικής τομογραφίας παρουσιάζει πέντε τεχνικές προκλήσεις:
1. Η ανάγκη για ανιχνευτές που λειτουργούν σε υψηλό μαγνητικό πεδίο
2. Ομοιομορφίας πεδίου καλύτερη από 1 ppm
3. περιορισμός παρεμβολών RF.
4. σχεδιασμός, υλικά και μέγεθος της θωράκισης
5. και φυσικά το κόστος


Οι δύο πρώτες κλινικές που εγκατέστησαν συστήματα MR-PET εγκαταστάθηκαν από τη Philips στις ΗΠΑ (Mount Sinai Medical http://www.mssm.edu/research/labs/imaging-science-laboratories/facilities) και στην Ευρώπη (Γενικό Πανεποστημιακό Νοσοκομείο της Γενεύης http://www.hug-ge.ch/hug_cite/inauguration_PET_IRM.html). Κύριες κλινικές εφαρμογές της MR-PET είναι ογκολογία, καρδιολογία και η νευρολογία. Οι ερευνητικές μελέτες που διεξάγονται αυτή τη στιγμή έχουν κύριο στόχο να κατανοηθούν τα οφέλη της νέας διαγνωστικής μεθόδου.
Προς το παρόν, η Siemens είναι η μόνη εταιρεία που προσφέρει ένα ολοκληρωμένο σύνολο του σώματος και ταυτόχρονη αγορά PET / MRI σύστημα. Το σύστημα αυτό είχε εγκριθεί από το FDA και κυκλοφόρησε για την αγορά των πελατών το 2011. Πάνω από δώδεκα εγκαταστάσεις έχουν γίνει με αυτή την τεχνολογία. Στις ΗΠΑ, 3 εγκαταστάσεις χρησιμοποιούν ήδη την εν λόγω τεχνολογία για τη φροντίδα της έρευνας και της ασθενούς. Στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλά περισσότερα συστήματα, με τα περισσότεροι από αυτά στη Γερμανία.
Η General Electric (GE Trimodality) ουσιαστικά προωθεί ένα σύστημα με PET / CT και MRΙ σε δύο συσκευές σάρωσης και ένα κινητό τραπέζι εξέτασης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Siemens βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωση της ανάπτυξης συστήματος MR/PET με πεδίο 7 και 9.4 Τέσλα.



Figure 3: Δομή ενιαίου υβριδικού τομογράφου MR/PET.




Ο ενιαίος υβριδικός τομογράφος MR/PET της Siemens Biograph mMR.



Figure 3: Δομή ανοικτού - σειριακού υβριδικού τομογράφου MR/PET.





Ο σειριακός υβριδικός τομογράφος MR/PET της Philips Ingenuity TF.


Επιφάνεια εργασίας χειριστηρίου του συστήματος Siemens Biograph mMR και υπερθεση εικόνων PET και MRI (δεξί παράθυρο).



 Εικόνες MR/PET ήπατος και μαστών απο το σύστημα Philips Ingenuity TF








 Εικόνες MR/PET θώρακος και whole body απο το σύστημα Siemens Biograph mMR


Ο ρόλος της μαγνητικής τομογραφίας
Αν και η PET / CT έχει δείξει την κλινική της αξία μπορεί να μην είναι το απόλυτο διαγνωστικό εργαλείο σε σχέση με την μαγνητική τομογραφία, η οποία προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα σε απεικονιστικό και σε επίπεδο ποσοτικοποίησης:
1. Η μαγνητική τομογραφία δεν επιβαρύνει τον εξεταζόμενο με έκθεση σε ακτινοβολία.
2. Η χορήγηση ιωδιούχων εν δυνάμει νεφροτοξικών σκιαγραφικών μέσω ή ραδιενεργών ιχνηθετών δεν είναι απαραίτητη.
3. Η μαγνητική τομογραφία προσφέρει  πολύ υψηλότερη αντίθεση μαλακών ιστών. Αυτό έχει αποδειχθεί ότι είναι απαραίτητο σε εφαρμογές απεικόνισης στην νευρολογια, στο μυοσκελετικό, στην καρδιολογία και την ογκολογία (π.χ. ανίχνευση και ταυτοποίηση των εστιακών αλλοιώσεων του ήπατος).
4. Μαγνητική τομογραφία επιτρέπει πρόσθετες τεχνικές, όπως η αγγειογραφία, η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (π.χ. μελέτες ενεργοποίησης του εγκεφάλου), φασματοσκοπική απεικόνιση, ολόσωμη απεικόνιση (DWIBS, Τ1, Τ2, STIR), τη διάχυση (DWIDTI) και τεχνικές δυναμικής μελέτης έγχυσης σκιαγραφικών μέσων, σε μία και μόνη εξέταση σε χρόνους σάρωσης που κυμαίνονται από 15 λεπτά έως μία ώρα.
5. Τέλος, η μαγνητική τομογραφία αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα συμφέρουσα μέθοδος για τη μοριακή απεικόνιση. Η τεχνική αυτή, ενδεχομένως σε συνδυασμό με την ορθολογική χρήση στοχευμένων θεραπειών, θα μπορούσε να επηρεάσει ριζικά την πρακτική της κλινικής διάγνωσης και θεραπείας, όσο βέβαια οι τεχνολογίες αυτές εξακολουθούν να ωριμάζουν.
Ο συνδυασμός της ΡΕΤ και MRI συσκευές σε ένα ενιαίο υβριδικό σύστημα προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με την PET / CT και η μαγνητική τομογραφία και μόνο.



Σύγκριση της τεχνικής DWIBS και της PET/CT. Η ολόσωμη απεικόνιση με DWIBS παρουσιάζει σημαντικά υψηλότερη ευαισθησία και ειδικότητα (MRI 92%/88% - PET/CT 85%/78%, ευαισθησία / ειδικότητα) (πηγή DrTLafolie, Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας Laveran, Γαλλία).

Συμπεράσματα
Η MR / PET είναι ένα πολύτιμο κλινικό εργαλείο με το πλεονέκτημα της ελάχιστης έκθεσης σε ακτινοβολία σε σύγκριση με την PET CT. Πολλές καινοτόμες μέθοδοι εξέτασης είναι πλέον διαθέσιμες  στην ογκολογία, την νευρολογία, και την καρδιολογία. Η κατασκευή κλινικών συστημάτων MR / PET  είναι πλέον εφικτή, προσφέροντας τη δυνατότητα για πραγματική ταυτόχρονη PET και MR απεικόνιση ανοίγοντας νέους δρόμους στην διάγνωση.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Οφέλη και κίνδυνοι από τις ακτινολογικές εξετάσεις

Εισαγωγή
Η χρήση των ακτινολογικών εξετάσεων στην ιατρική είναι απόλυτα αποδεκτή και δικαιολογείται σαφώς από τα πολλά και σημαντικά κλινικά οφέλη για τον ασθενή, τα οποία αντισταθμίζουν κατά πολύ το μικρό κίνδυνο από την ακτινοβολία. Ωστόσο όμως, όπως είναι γνωστό ακόμα και οι μικρές δόσεις ακτινοβολίας δεν είναι εντελώς ακίνδυνες.


 Επιπροσθέτως οι ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις είναι η κύρια πηγή έκθεσης του πληθυσμού από τις τεχνητές πηγές ακτινοβολίας και προσθέτουν περίπου ένα έκτο στη δόση της ακτινοβολίας που δέχεται ο πληθυσμός από το περιβάλλον.
Γενικά, ο πληθυσμός κάθε χώρας δεν μπορεί εύκολα να βρει πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους από ακτινοβολία κατά τις ιατρικές διαγνωστικές εξετάσεις. Ακόμα και οι ιατροί που παραπέμπουν τους ασθενείς για αυτές τις εξετάσεις όσο και οι ίδιοι οι ακτινολόγοι και οι τεχνολόγοι που τις εκτελούν δεν είναι πάντα καλά πληροφορημένοι σχετικά με αυτό το αντικείμενο.
Σε αυτήν την εργασία, περιγράφονται τα οφέλη αλλά και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις ακτινολογικές εξετάσεις με σκοπό όλοι οι ενδιαφερόμενοι, να έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μία υπεύθυνη γνώση και γνώμη σχετικά με το αν οι συνήθως πολύ μικροί κίνδυνοι που σχετίζονται με αυτές τις ιατρικές διαγνωστικές εκθέσεις, σταθμίζονται από τα αναμενόμενα οφέλη που περιγράφονται από τον υπεύθυνο ιατρό.
Επίσης έγινε προσπάθεια να δοθούν νέες έννοιες όπως αυτή της βελτιστοποίησης των δόσεων και κυρίως στις πλέον ευαίσθητες ομάδες, έμβρυο και παιδιά, με την εισαγωγή των Διαγνωστικών Επιπέδων Αναφοράς, όπως αυτά εφαρμόζονται σύμφωνα με την νέα οδηγία 97/461EURATOM (Medical Exposure Directive ).
Δόθηκε επίσης μεγάλη προσοχή έτσι ώστε να αποφευχθούν κινδυνολογίες αλλά και να δοθεί στο αντικείμενο η πρέπουσα σημασία. Οι δόσεις, τα οφέλη και οι κίνδυνοι των ιατρικών πράξεων περιγράφονται έτσι ώστε να είναι κατανοητά τόσο από όλους τους ιατρούς όσο και από το ευρύ κοινό.
Επίπεδα Δόσεων και Κίνδυνος
Στις περισσότερες ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις, τα επίπεδα δόσεων διαφέρουν σημαντικά από νοσοκομείο σε νοσοκομείο από μηχάνημα σε μηχάνημα αλλά και από ασθενή σε ασθενή. Σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί, η διακύμανση στη μέση δόση που λαμβάνει ένας ασθενής από μία συγκεκριμένη ακτινολογική εξέταση, εκτείνεται για τα διάφορα νοσοκομεία κατά ένα παράγοντα τέσσερα με επτά. Επίσης, η διακύμανση της μέσης δόσης μεταξύ διαφορετικών ασθενών μπορεί να προσθέσει έναν επιπλέον παράγοντα δύο με τρία. Συνεπώς δεν έχει νόημα να οριστούν με ακρίβεια «τυπικές» τιμές δόσεων για τις ακτινολογικές εξετάσεις. Στην εργασία αυτή έχει γίνει απλά ένας διαχωρισμός των εξετάσεων σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες των οποίων η τιμή της ενεργού δόσης κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα.
Συνήθως, το κοινό δεν είναι εξοικειωμένο με τις μονάδες ακτινοβολίας οπότε δεν υπάρχει λόγος να εκφραστούν τα επίπεδα έκθεσης μόνο σε millisievert ή να γίνει εκτενής αναφορά σε πολύπλοκες έννοιες όπως είναι η ενεργός δόση. Στην πράξη είναι πιο χρήσιμη η σύγκριση των ιατρικών εκθέσεων με καθημερινές εκθέσεις, π.χ. ως προς την ισοδύναμη περίοδο φυσικής ακτινοβολίας υποστρώματος. Ουσιαστικά ως μέτρο σύγκρισης του κινδύνου από την ακτινοβολία εκφράζεται με την έννοια της ενεργού δόσης, αλλά αυτό που χρειάζεται να γνωρίζει το κοινό είναι ότι η τιμή του μέτρου της δόσης είναι αυτό που συνδέεται με το συνολικό κίνδυνο από ακτινοβολία.
Παρακάτω παρατίθεται πίνακας με τις τιμές ενεργού δόσης που εκφράζουν και τον κίνδυνο για τις βασικές ακτινολογικές εξετάσεις και τις ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατά τη δεκαετία του 1990 στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκρίνονται δε με ισοδύναμο αριθμό ακτινογραφιών θώρακα και ισοδύναμη περίοδο ακτινοβολίας περιβάλλοντος.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΝΕΡΓΟΥ ΔΟΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΠΟ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΡΑΔΙΟΪΣΟΤΟΠΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1990 ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Διαγνωστική μέθοδος
Χαρακτηριστική ενεργός δόση (mSv)
Ισοδύναμος αριθμός ακτινογραφιών θώρακα
Κατά προσέγγιση ισοδύναμη περίοδος φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος
Ακτινολογικές εξετάσεις
Άκρων και αρθρώσεων (εκτός από του ισχίου)
<0.01
<0.5
<1.5 ημέρα
Θώρακα (απλή οπισθοπρόσθια ακτινογραφία)
0.02
1
3 ημέρες
Κρανίου
0.07
3.5
11 ημέρες
Θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
0.7
35
4 μήνες
Οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης
1.3
65
7 μήνες
Ισχίου
0.3
15
7 εβδομάδες
Πυέλου
0.7
35
4 μήνες
Κοιλία
1.0
50
6 μήνες
Ενδοφλέβιος πυελογραφία
2.5
125
14 μήνες
Βαριούχος κατάποση
1.5
75
8 μήνες
Βαριούχο γεύμα
3
150
16 μήνες
Βαριούχος διάβαση
3
150
16 μήνες
Βαριούχος υποκλυσμός
7
350
3.2 έτη
Υπολογιστική τομογραφία κεφαλής
2.3
115
1 έτος
Υπολογιστική τομογραφία θώρακα
8
400
3.6 έτη
Υπολογιστική τομογραφία κοιλίας - πυέλου
10
500
4.5 έτη
Ραδιοϊσοτοπικές Μελέτες
Πνευμονικός αερισμός (Xe-133)
0.3
15
7 εβδομάδες
Πνευμονική αιμάτωση Tc-99m
1
50
6 μήνες
Νεφρού Τc-99m
1
50
6 μήνες
Θυρεοειδούς αδένα Tc-99m
1
50
6 μήνες
Οστών Τc-99m
4
200
1.8 έτη
Δυναμική καρδιάς (κοιλιογραφία) (Tc-99m)
6
300
2.7 έτη
Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων κεφαλής (ΡΕΤ) (F-18 FDG)
5
250
2.3 έτη
* Μέση ακτινοβολία περιβάλλοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο= 2.2mSv ανά έτος: ο μέσος όρος των διαφόρων περιοχών κυμαίνεται από 1.5 έως 7.5 mSv ανά έτος.
Οι εξετάσεις χαμηλών δόσεων των άκρων και του θώρακα είναι οι πιο κοινές ακτινολογικές εξετάσεις, αλλά οι σχετικά σπάνιες εξετάσεις υψηλών δόσεων όπως η υπολογιστική τομογραφία σώματος και οι μελέτες βαρίου είναι οι κύριοι συντελεστές της συνολικής δόσης του πληθυσμού.
Οι δόσεις ορισμένων εξετάσεων υπολογιστικής τομογραφίας είναι ιδιαίτερα υψηλές, δεν παρουσιάζουν ενδείξεις μείωσης και η χρήση της υπολογιστικής τομογραφίας διαρκώς αυξάνεται. Η υπολογιστική τομογραφία πιθανόν να συνεισφέρει σήμερα κατά το ήμισυ περίπου στη συνολική δόση από όλες τις ακτινολογικές εξετάσεις. Επομένως είναι ιδιαίτερα σημαντικό η παραπομπή ασθενών για εξέταση υπολογιστικής τομογραφίας να δικαιολογείται από κάθε άποψη και να υιοθετούνται τεχνικές που να περιορίζουν στο ελάχιστο τη δόση, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θα υπάρχουν απώλειες στη συγκέντρωση των απαραιτήτων διαγνωστικών πληροφοριών. Πράγματι, ορισμένες αρχές υπολογίζουν ότι ο επιπλέον κίνδυνος για θανατηφόρο καρκίνο από μία εξέταση κοιλιακής υπολογιστικής τομογραφίας σε έναν ενήλικα είναι περίπου 1 στις 2000 αρκετά μεγαλύτερη σε σύγκριση με τον κίνδυνο από μία ακτινογραφία θώρακα που είναι 1 στο εκατομμύριο. Ωστόσο ο επιπλέον αυτός κίνδυνος είναι πολύ μικρότερος σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο συνολικό κίνδυνο για ανάπτυξη καρκίνου (περίπου 1 στις 3) και επιπροσθέτως ο επιπλέον κίνδυνος αντισταθμίζεται με το παραπάνω από τα οφέλη που αποκομίζονται από την εξέταση της υπολογιστικής τομογραφίας.
Στη συνέχεια τόσο οι ακτινολογικές εξετάσεις όσο και οι διαγνωστικές ραδιοϊσοτοπικές μελέτες κατατάσσονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες στις οποίες η τιμή ενεργού δόσης κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Η εκτίμηση της δόσης έγινε σύμφωνα με το NRPB μέχρι τα τέλη του 1995. Στον πίνακα που ακολουθεί παρατίθεται η κάθε μία από τις κατηγορίες αυτές και εκτός από τη ενεργό δόση η αντίστοιχη ισοδύναμη περίοδος φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος καθώς και ο επιπρόσθετος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ανά εξέταση.
Επίπεδα κινδύνου για τις συνηθέστερες Ακτινολογικές εξετάσεις και Ραδιοϊσοτοπικά σπινθηρογραφήματα
Είδος εξέτασης (ακτινολογική εξέταση ή σπινθηρογράφημα)
Ισοδύναμη Περίοδος φυσικής ακτινοβολίας υποστρώματος.
Επιπρόσθετος κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ανά εξέταση*
  • Θώρακα
  • Οδόντες
  • Βραχίονας και κνήμη
  • Ανω και κάτω άκρα
Λίγες μέρες
Αμελητέος κίνδυνος . Λιγότερο από 1 στο 1.000.000
  • Κρανίο
  • Κεφαλή
  • Λαιμός
Λίγες εβδομάδες
Ελάχιστος κίνδυνος . 1 στο 1.000.000 έως 1 στο 100.000
  • Μαστός (μαστογραφία)
  • Ισχίο
  • Κοιλία
  • Πύελος
  • Αξονική τομογραφία CT εγκεφάλου
  • Σπινθηρογράφημα πνευμόνων
  • Σπινθηρογράφημα νεφρών
Λίγοι μήνες έως ένα έτος
Πολύ χαμηλός κίνδυνός . 1 στο 100.000 έως 1 στο 10.000
  • Ενδοφλέβια ουρογραφία (IVU)
  • Στομάχι-βαριούχο γεύμα
  • Βαριούχος υποκλυσμός
  • Αξονική τομογραφία (CT) θώρακα
  • Αξονική τομογραφία (CT) κοιλίας.
  • Σπινθηρογράφημα οστών
  • Ραδιοισοτ. κοιλιογραφία
  • Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) εγκεφάλου
Λίγα χρόνια
Χαμηλός κίνδυνος . 1 στο 10.000 έως 1 στο 1000
* Αυτά τα επίπεδα κινδύνου αποτελούν ένα πολύ μικρό επιπρόσθετο κίνδυνο σε σχέση με την ήδη υπάρχουσα πιθανότητα καρκινογένεσης περίπου 1 στις 3.


Πως συνδέονται οι παράγοντες κινδύνου;
Αρχικά, για να παρουσιαστεί μία ισορροπημένη άποψη και να αποφευχθούν παρεξηγήσεις είναι πολύ σημαντικό να ξεκαθαριστούν ποια είναι αλλά και ποια δεν είναι τα αποτελέσματα της ακτινοβολίας για τα επίπεδα δόσης που συναντώνται στη διαγνωστική ακτινολογία.
Στην τελευταία στήλη του προηγούμενου πίνακα παρουσιάστηκαν ποσοτικές εκτιμήσεις της πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου μετά την έκθεση. Βέβαια αν ληφθεί υπόψη η μεγάλη διακύμανση στις δόσεις των ασθενών αλλά και οι σημαντικές αβεβαιότητες στις τιμές των συντελεστών κινδύνου από ακτινοβολία, ειδικά όταν υπολογίζονται κατά άτομο, μπορεί να γίνει μόνο μία γενική εκτίμηση του κινδύνου. Για τον υπολογισμό του κινδύνου σε κάθε ακτινολογική εξέταση χρησιμοποιήθηκε ο ονομαστικός συντελεστής πιθανότητας θανατηφόρου καρκίνου λόγω έκθεσης σε ακτινοβολία του ICRP, υπολογισμένος για όλο τον πληθυσμό (5% ανά Sievert) . 'Όπως προαναφέρθηκε οι εξετάσεις χωρίστηκαν σε τέσσερις κατηγορίες των οποίων η ενεργός δόση κυμαίνεται κατά ένα παράγοντα δέκα. Οπότε και ο ενδεικτικός κίνδυνος για κάθε κατηγορία κυμαίνεται επίσης κατά τον ίδιο παράγοντα . Τα όρια μεταξύ των επιπέδων κινδύνου για τις διάφορες κατηγορίες έχουν επιλεγεί έτσι ώστε να είναι ακέραια πολλαπλάσια του δέκα.
Επίσης, επισημαίνεται ότι ο κίνδυνος από ακτινοβολία είναι πολύ χαμηλότερος για τους πιο ηλικιωμένους ανθρώπους, οι οποίοι υφίστανται στην πλειονότητα των ακτινολογικών εξετάσεων, καθώς ο εναπομένων χρόνος για την εμφάνιση καρκίνου είναι αρκετά μικρότερος. Αντιστρόφως οι κίνδυνοι είναι μεγαλύτεροι για τα παιδιά (3 φορές ) γι'αυτό και πρέπει να δίνεται σε αυτά μεγαλύτερη σημασία στην αιτιολόγηση αλλά και στη βελτιστοποίηση των ιατρικών εκθέσεων.
Οι ακτίνες Χ λοιπόν πόσο ασφαλείς είναι; Οι ακτινολογικές πράξεις θεωρούνται γενικά 'ασφαλείς', όταν ο κίνδυνος να συμβεί κάτι δυσάρεστο πέφτει κάτω από ένα συγκεκριμένο επίπεδο. Στην εργασία επισημαίνεται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν υπερβολικά ασφαλείς τις πράξεις που συνδέονται με κίνδυνο κάτω από 1 στο 1.000.000 (κατηγορία αμελητέου κινδύνου). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι απλές ακτινογραφικές εξετάσεις θώρακα, δοντιών και άκρων. Οι πιο πολύπλοκες εξετάσεις συνδέονται με 'ελάχιστο', 'πολύ χαμηλό' ή 'χαμηλό' κίνδυνο. Η αποδοχή οποιουδήποτε από τα παραπάνω επίπεδα κινδύνου από ένα άτομο εξαρτάται από το αναμενόμενο προσωπικό όφελος της πράξης. Το όφελος μιας ακτινολογικής εξέτασης που οδηγεί σε σωστή διάγνωση και κατ' επέκταση σε σωστή θεραπεία σταθμίζει πάντα αυτούς τους σχετικά χαμηλούς κινδύνους. Οι εξετάσεις υψηλότερης δόσης (που ανήκουν στην κατηγορία 'χαμηλού κινδύνου') χρησιμοποιούνται λογικά για τη διάγνωση πιο σοβαρών περιπτώσεων όπου το αναμενόμενο όφελος είναι ακόμα μεγαλύτερο.
Για να δοθεί ακόμα μία πιο ευρεία οπτική του προβλήματος , συγκρίθηκαν οι κίνδυνοι από τις ιατρικές εκθέσεις με άλλους πιο οικείους κινδύνους της καθημερινής ζωής κατά τις επαγγελματικές μας ή άλλες δραστηριότητες.
Η πιθανότητα π.χ. να χάσει τη ζωή της μία νοικοκυρά μέσα σε ένα χρόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της είναι αρκετά μικρή 1 στις 100.000, ενώ αντίστοιχα ενός αγρότη 1 στις 9.000. Αντίθετα ο κίνδυνος για έναν μοτοσυκλετιστή είναι αρκετά υψηλός 1 στις 500 ανά έτος ένας δε καπνιστής (20 τσιγάρα ανά ημέρα) αυξάνει τον κίνδυνο για τη ζωή του κατά 1 στις 200.
Στη συνέχεια μετά την εκτίμηση των κινδύνων από τις επιμέρους εξετάσεις γίνεται μία σύνοψη των κύριων σημείων όπως αυτή που ακολουθεί.
  • Στα ακτινολογικά εργαστήρια πρέπει να γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια για την ελαχιστοποίηση της δόσης ακτινοβολίας με τη χρήση, όπου είναι δυνατόν, μη ιοντιζουσών ακτινοβολιών όπως οι υπέρηχοι και η MRΙ.
  • Οι δόσεις ακτινοβολίας από τις ακτινολογικές εξετάσεις καθώς και από τα σπινθηρογραφήματα ισοτόπων είναι πολύ μικρές σε σχέση με αυτές που λαμβάνουμε από τη συνολική φυσική ακτινοβολία υποστρώματος και κυμαίνονται από ισοδύναμη περίοδο λίγων ημερών έως λίγων ετών.
  • Οι κίνδυνοι στην υγεία από αυτές τις δόσεις είναι πολύ χαμηλοί σε σχέση με τον ήδη υπάρχοντα κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου (25-30%), αλλά δεν είναι τελείως αμελητέοι για τις διαδικασίες που περιλαμβάνουν εξετάσεις ακτινοσκόπησης ή αξονικής τομογραφίας (CT).
  • Πρέπει πάντα ο ασθενής να πληροφορεί τον υπεύθυνο ιατρό του για άλλες πρόσφατες ακτινογραφίες ή σπινθηρογραφήματα ώστε να αποφευχθεί αναίτια ακτινοβόλησή του.
  • Οι κίνδυνοι είναι μικρότεροι (5-10 φορές) για πιο ηλικιωμένους ανθρώπους και λίγο μεγαλύτεροι (3 φορές) για έμβρυα και μικρά παιδιά. Οπότε πρέπει να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή σε εξετάσεις παιδιών και εγκύων .
  • Πρέπει επίσης να γίνει γνωστή η αναγκαιότητα της εξέτασης και ότι αν αυτή δεν πραγματοποιηθεί ενώ είναι απαραίτητη, ο κίνδυνος στην υγεία του ασθενούς θα είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της ίδιας της ακτινοβολίας.
Βελτιστοποίηση της δόσης ακτινοβολίας - Ελαχιστοποίηση του κινδύνου
Η χρήση ακτινολογικών εξετάσεων είναι αποδεκτή στην ιατρική και δικαιολογείται από τα σαφή κλινικά οφέλη για τον ασθενή τα οποία αντισταθμίζουν κατά πολύ το μικρό κίνδυνο από την ακτινοβολία. Θα πρέπει όμως να ακολουθούνται οι δύο βασικές αρχές της ακτινοπροστασίας αυτή της αιτιολόγησης καθώς και της βελτιστοποίησης.
Η οδηγία 97/43/1997 (Medical Exposure Directive, MED) της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης απαιτεί από όλους τους ενδιαφερόμενους να μειώσουν την άσκοπη έκθεση των ασθενών στην ακτινοβολία. Οι αρμόδιοι οργανισμοί και τα άτομα που χρησιμοποιούν ιοντίζουσα ακτινοβολία πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς αυτούς. 'Ένας σημαντικός τρόπος μείωσης της δόσης ακτινοβολίας είναι να αποφεύγεται η διεξαγωγή περιττών εξετάσεων (ιδίως επαναληπτικών εξετάσεων). Η ενεργός δόση μίας ακτινολογικής εξέτασης είναι το άθροισμα των δόσεων των επιμέρους ιστών ή οργάνων, σταθμισμένο ως προς την ακτινοευαισθησία του καθενός για την εμφάνιση καρκίνου ή την πρόκληση σοβαρών κληρονομήσιμων αποτελεσμάτων.
Επίσης ένα άλλο εργαλείο της αρχής της βελτιστοποίησης όπως ορίζεται στην παραπάνω οδηγία είναι ο ορισμός διαγνωστικών επιπέδων αναφοράς (ΔΕΑ), τα οποία είναι επίπεδα δόσης για εξετάσεις ομάδων ασθενών τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνονται συστηματικά κατά τις τυπικές διαδικασίες (ακτινοδιαγνωστικές εξετάσεις) όταν εφαρμόζεται η ορθή πρακτική όσον αφορά τη διάγνωση. Γενικά ως ΔΕΑ προτείνεται να χρησιμοποιείται από τη Ευρωπαϊκή 'Ένωση το επίπεδο δόσης ασθενών το οποίο δεν υπερβαίνουν κατά τις εξετάσεις τους το 75% των εργαστηρίων σε συνολική κλίμακα (Δημοσίων και Ιδιωτικών). Το όριο αυτό αναφέρεται ως τρίτο τεταρτημόριο (third quartile) της συνολικής κατανομής των δόσεων.
Οι χαρακτηριστικές ενεργοί δόσεις για τις πιο κοινές διαγνωστικές ακτινογραφίες διαφέρουν κατά ένα παράγοντα περίπου ίσο με το 1.000 και κυμαίνονται από δόσεις που ισοδυναμούν με μία-δύο ημέρες φυσικής ακτινοβολίας περιβάλλοντος (0,02 mSv για την ακτινογραφία θώρακα) έως 4,5 έτη (π.χ. για την υπολογιστική τομογραφία κοιλίας). Ωστόσο, υπάρχει σημαντική διαφορά στην ακτινοβολία περιβάλλοντος μεταξύ και εντός των διαφόρων χωρών. Οι δόσεις των συνηθισμένων ακτινολογικών εξετάσεων βασίζονται σε αποτελέσματα που συγκεντρώθηκαν από μετρήσεις των δόσεων που δέχθηκαν οι ασθενείς, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν σε 380 νοσοκομεία σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο από το 1990 έως το 1995. Αυτές είναι χαμηλότερες από εκείνες που αναφέρονταν σε προηγούμενες μελέτες οι οποίες βασίζονταν σε δεδομένα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, υποδεικνύοντας μία ικανοποιητική τάση για μεγαλύτερη προστασία του ασθενή η οποία οφείλεται κυρίως τόσο στη πρόοδο της βιοϊατρικής τεχνολογίας όσο και σε αυστηρότερα προγράμματα ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόσθηκαν.
Μία άλλη περίπτωση όπου πρέπει να αποφεύγεται η ακτινοβόληση, όταν είναι δυνατόν, είναι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της γυναίκας. Εδώ ο στοχαστικός κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου για το νεογέννητο παιδί κατά τη παιδική ηλικία ή την υπόλοιπη ζωή του είναι κατά 3 φορές μεγαλύτερος από αυτόν του κοινού πληθυσμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις η γυναίκα ασθενής δεν υποπτεύεται την εγκυμοσύνη της γι' αυτό θα πρέπει να ερωτάται πριν από κάθε εξέταση με ιοντίζουσα ακτινοβολία. Την κύρια ευθύνη για τη διαδικασία αυτή την έχει ο παραπέμπον ιατρός.
Εάν δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης η εξέταση μπορεί να πραγματοποιηθεί κανονικά , εάν όμως η ασθενής είναι σίγουρα ή πιθανώς έγκυος (δηλαδή έχει καθυστερήσει η εμμηνόρροια) η αιτιολόγηση της προτεινόμενης εξέτασης πρέπει να επανεξεταστεί από τον ακτινολόγο και τον παραπέμποντα ιατρό και να αποφασισθεί εάν η εξέταση θα αναβληθεί για μετά τον τοκετό ή ως την επόμενη εμμηνόρροια. Ωστόσο, μία αγωγή που έχει κλινικό όφελος για τη μητέρα μπορεί να έχει έμμεσο όφελος και για το αγέννητο παιδί της οπότε εάν αυτή η απαραίτητη αγωγή καθυστερήσει έως την ολοκλήρωση της κύησης ενδέχεται να αυξηθεί ο κίνδυνος για το έμβρυο καθώς και για τη μητέρα.
Στη περίπτωση που ο ακτινολόγος και ο παραπέμπων ιατρός συμφωνούν ότι η ακτινοβόληση της μήτρας της εγκύου ή πιθανώς εγκύου δικαιολογείται από κλινική άποψη, η απόφαση αυτή πρέπει να καταγράφεται. Στη συνέχεια ο ακτινολόγος πρέπει να εξασφαλίσει την απόκτηση των απαραίτητων διαγνωστικών πληροφοριών, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι η έκθεση της ασθενούς θα περιορισθεί στο ελάχιστο.
Στη περίπτωση όμως που το έμβρυο εκτεθεί ακούσια στην ακτινοβολία, παρά τα παραπάνω μέτρα, ο μικρός κίνδυνος που συνεπάγεται από αυτή την έκθεση για το έμβρυο δεν δικαιολογεί, ακόμη και αν οι δόσεις ήταν υψηλές, τον πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο των επεμβατικών διαγνωστικών μεθόδων για το έμβρυο (πχ. αμνιοκέντηση) ή από εκείνο της διακοπής της κύησης . Εάν συμβεί μια τέτοια ακούσια έκθεση, θα πρέπει να γίνει ακριβής υπολογισμός της δόσης στο έμβρυο, ατομική αξιολόγηση του κινδύνου και τα αποτελέσματα να συζητηθούν με τον ασθενή.