Γράφει ο Θεόδωρος Β. Πασχάλης
Ακτινοφυσικός Ιατρικής Ph.D., M.Sc.
Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, Τμήμα Ακτινοθεραπείας
Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, Τμήμα Ακτινοθεραπείας
Ακτινοβολία είναι μια μορφή ενέργειας ( μηχανική, κινητική, πυρηνική, κλπ), η οποία εκπέμπεται από κάποια πηγή και διαδίδεται στο χώρο με πολύ μεγάλη ταχύτητα (πρακτικά την ταχύτητα του φωτός). Ο άνθρωπος εκτίθεται συνεχώς σε ακτινοβολία τόσο από το φυσικό του περιβάλλον όσο και από τεχνητές πηγές. Η ακτινοβολία αυτή επιδρά πάνω του κατά τρόπο πολύπλοκο, άλλοτε ευεργετικά και άλλοτε βλαπτικά, ανάλογα με το είδος της, την έντασή της και την ενέργεια που μεταφέρει.
Η αξία της για τα παιδιά είναι ζωτικής σημασίας, αφού χωρίς αυτήν, ως πηγή ορατού φωτός, δε θα ήταν εφικτός ο μεταβολισμός της βιταμίνης D, που τόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει στην ανάπτυξή τους.
Όμως είναι όλες οι ακτινοβολίες ίδιες;
Οι ακτινοβολίες ανάλογα με τη συχνότητά τους διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Α) Σε ιοντίζουσεςακτινοβολίες και Β) σε μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες, που αποτελούν τις δύο συνιστώσες του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (εικόνα 1). Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες κατά την αλληλεπίδρασή τους με την ύλη μετατρέπουν τα άτομα των στοιχείων σε ιόντα διασπώντας τους δεσμούς τους, ενώ οι μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες μεταφέρουν σχετικά μικρότερα ποσά ενέργειας μη ικανά να διασπάσουν τους δεσμούς των ατόμων, ικανές όμως να προκαλέσουν βλάβες στα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών.
Όμως είναι όλες οι ακτινοβολίες ίδιες;
Οι ακτινοβολίες ανάλογα με τη συχνότητά τους διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: Α) Σε ιοντίζουσεςακτινοβολίες και Β) σε μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες, που αποτελούν τις δύο συνιστώσες του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (εικόνα 1). Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες κατά την αλληλεπίδρασή τους με την ύλη μετατρέπουν τα άτομα των στοιχείων σε ιόντα διασπώντας τους δεσμούς τους, ενώ οι μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες μεταφέρουν σχετικά μικρότερα ποσά ενέργειας μη ικανά να διασπάσουν τους δεσμούς των ατόμων, ικανές όμως να προκαλέσουν βλάβες στα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών.
Α) Οι πηγές της ιοντίζουσας ακτινοβολίας είναι φυσικές και τεχνητές. Οι κυριότερες φυσικές πηγές είναι η κοσμική ακτινοβολία (που προέρχεται από τον ήλιο και το διάστημα) και η γήινη ακτινοβολία (που προέρχεται από το υπέδαφος, πετρώματα, πυρήνας της γης, κλπ). Οι τεχνητές πηγές της ακτινοβολίας προέρχονται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και αφορούν κυρίως ιατρικές χρήσεις (σε διάγνωση και θεραπεία), αλλά και βιομηχανικές (αποστείρωση φαρμακευτικών σκευασμάτων – ουσιών – υλικών, ακτινοβόληση τροφίμων, έλεγχο συγκόλλησης μετάλλων, κλπ). Στις τεχνητές πηγές ακτινοβολίας θα πρέπει να προστεθεί και η ραδιορρύπανση του περιβάλλοντος που οφείλεται σε πυρηνικές δοκιμές στην ατμόσφαιρα που έγιναν πριν το 1962 και σε πυρηνικά ατυχήματα, όπως αυτό στο Τσέρνομπιλ το 1986 ή αυτό της Φουκουσίμα το 2011 (ανεπαίσθητο σε σχέση με αυτό στο Τσέρνομπιλ).
Η έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία μπορεί να έχει άμεσα ή μακροπρόθεσμα βλαπτικά αποτελέσματα για την υγεία.
Για πολύ μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας, η έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε άμεση καταστροφή κυττάρων και να οδηγήσει ακόμα και στο θάνατο. Δόσεις που οδηγούν σε άμεσα αποτελέσματα έχουν παρατηρηθεί μόνο σε μεγάλα ραδιολογικά ή πυρηνικά ατυχήματα και μόνο για ανθρώπους που βρέθηκαν στο σημείο του ατυχήματος.
Για σχετικά χαμηλές δόσεις, μικρότερες από αυτές που οδηγούν σε άμεσα αποτελέσματα, υπάρχει στατιστικά η πιθανότητα μελλοντικής εμφάνισης καρκίνου ή μετάλλαξης στο γενετικό υλικό, ανάλογα με την απορροφηθείσα δόση. Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι βλάβες εκείνες που προκαλούνται στο γενετικό υλικό του κυττάρου, διότι αυτές συνδέονται τόσο με τη μεταβίβαση κληρονομικών ανωμαλιών στους απογόνους όσο και με τη διαδικασία της καρκινογένεσης. Η αποκτηθείσα επιστημονική γνώση μας επιτρέπει να περιλάβουμε τις ακτινοβολίες στους 4000 και πλέον καταγεγραμμένους καρκινογόνους παράγοντες - κατά κανόνα χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας - που απειλούν καθημερινά τη ζωή μας. Στην κλίμακα επικινδυνότητας, οι ακτινοβολίες κατατάσσονται στους σχετικά ήπιους καρκινογόνους παράγοντες.
Το δοσιμετρικό μέγεθος που συνδέεται με τον ενεχόμενο κίνδυνο για τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της ακτινοβολίας είναι η ενεργός δόση. Η ενεργός δόση εξαρτάται από την απορροφούμενη στο ανθρώπινο σώμα ενέργεια, το είδος της ακτινοβολίας και το είδος του ακτινοβολούμενου ιστού. Μονάδα μέτρησης της ενεργού δόσης είναι το Sievert (Sv) και τα υποπολλαπλάσιά του, mSv και μSv. Η μέση ενεργός δόση ενός ατόμου που οφείλεται στις τεχνητές και στις φυσικές πηγές ραδιενέργειας του γήινου περιβάλλοντος είναι 0.31mSv και 2.4mSv για κάθε χρόνο αντίστοιχα, ενώ η ενεργός δόση που αντιστοιχεί σε μια τυπική ακτινογραφία θώρακος είναι περίπου 0.02mSv και σε μια αξονική τομογραφία θώρακος (εικόνα 2) περίπου 10mSv.
Στα πλαίσια της εφαρμογής συστήματος ακτινοπροστασίας κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να τηρεί συγκεκριμένους κανόνες ακτινοπροστασίας, που αφορούν κατά κύριο λόγο τις ιατρικές εκθέσεις, όπως:
Αρχή της αιτιολόγησης: κάθε εφαρμογή που ενέχει έκθεση σε ιοντίζουσα ακτινοβολία, πρέπει να αποφέρει ικανοποιητικό όφελος στα εκτιθέμενα άτομα ή στο κοινωνικό σύνολο, έτσι ώστε να αντισταθμίζεται η πιθανή βλάβη την οποία αυτή μπορεί να προκαλέσει.
Αρχή της βελτιστοποίησης: όλες οι πηγές και τα μηχανήματα παραγωγής ακτινοβολιών πρέπει να προσφέρουν κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργίας τους, την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης, η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο αριθμός των εκτιθεμένων ατόμων, να είναι τόσο μικρά όσον αυτό είναι λογικά εφικτό, λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Αρχή των ορίων δόσεων: Οι ατομικές εκθέσεις σε ακτινοβολία, οι οφειλόμενες στο σύνολο των πηγών στα πλαίσια των εγκεκριμένων πρακτικών, πρέπει να υπόκεινται σε όρια δόσεων ή όρια κινδύνων, η υπέρβαση των οποίων θεωρείται μη αποδεκτή.
Ειδικότερα για τα παιδιά θα πρέπει ν’ αποφεύγονται αναίτιες ιατρικές εκθέσεις σε ιοντίζουσα ακτινοβολία και να χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μέθοδοι απεικόνισης όπως υπέρηχοι ή μαγνητική τομογραφία. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει η εξέταση να είναι πλήρως αιτιολογημένη από την κλινική εικόνα και να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ακτινοπροστασίας των ευαίσθητων περιοχών (τοποθέτηση ακτινοπροστατευτικών εξαρτημάτων σε θυρεοειδή αδένα, γεννητικά όργανα, κλπ).
Β) Μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που μεταφέρουν σχετικά μικρή ενέργεια, ανίκανη να προκαλέσει ιοντισμό, ικανή όμως να προκαλέσει ηλεκτρικές, χημικές και θερμικές επιδράσεις στα κύτταρα, που μπορούν να αποβούν άλλοτε επιβλαβείς και άλλοτε ευεργετικές για τη λειτουργία τους. Ειδικότερα, μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι οι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες στις οποίες εντάσσονται τα στατικά ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, όπως είναι αυτά που δημιουργούνται στο φυσικό περιβάλλον (ραδιοκύματα), τα χαμηλόσυχνα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία που δημιουργούνται κατά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας (πυλώνες, καλώδια), τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα που εκπέμπονται από κεραίες επικοινωνιών (κεραίες ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (εικόνα 3), σταθμοί βάσης κινητής τηλεφωνίας συστήματα ραντάρ, κλπ), καθώς και η υπέρυθρη, η ορατή και η υπεριώδης ακτινοβολία.
Αρχή της βελτιστοποίησης: όλες οι πηγές και τα μηχανήματα παραγωγής ακτινοβολιών πρέπει να προσφέρουν κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργίας τους, την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης, η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο αριθμός των εκτιθεμένων ατόμων, να είναι τόσο μικρά όσον αυτό είναι λογικά εφικτό, λαμβάνοντας υπόψη οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες.
Αρχή των ορίων δόσεων: Οι ατομικές εκθέσεις σε ακτινοβολία, οι οφειλόμενες στο σύνολο των πηγών στα πλαίσια των εγκεκριμένων πρακτικών, πρέπει να υπόκεινται σε όρια δόσεων ή όρια κινδύνων, η υπέρβαση των οποίων θεωρείται μη αποδεκτή.
Ειδικότερα για τα παιδιά θα πρέπει ν’ αποφεύγονται αναίτιες ιατρικές εκθέσεις σε ιοντίζουσα ακτινοβολία και να χρησιμοποιούνται εναλλακτικές μέθοδοι απεικόνισης όπως υπέρηχοι ή μαγνητική τομογραφία. Σε περίπτωση που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει η εξέταση να είναι πλήρως αιτιολογημένη από την κλινική εικόνα και να λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα ακτινοπροστασίας των ευαίσθητων περιοχών (τοποθέτηση ακτινοπροστατευτικών εξαρτημάτων σε θυρεοειδή αδένα, γεννητικά όργανα, κλπ).
Β) Μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που μεταφέρουν σχετικά μικρή ενέργεια, ανίκανη να προκαλέσει ιοντισμό, ικανή όμως να προκαλέσει ηλεκτρικές, χημικές και θερμικές επιδράσεις στα κύτταρα, που μπορούν να αποβούν άλλοτε επιβλαβείς και άλλοτε ευεργετικές για τη λειτουργία τους. Ειδικότερα, μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι οι ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες στις οποίες εντάσσονται τα στατικά ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, όπως είναι αυτά που δημιουργούνται στο φυσικό περιβάλλον (ραδιοκύματα), τα χαμηλόσυχνα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία που δημιουργούνται κατά τη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας (πυλώνες, καλώδια), τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα που εκπέμπονται από κεραίες επικοινωνιών (κεραίες ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (εικόνα 3), σταθμοί βάσης κινητής τηλεφωνίας συστήματα ραντάρ, κλπ), καθώς και η υπέρυθρη, η ορατή και η υπεριώδης ακτινοβολία.
Οι βιολογικές επιδράσεις των μη ιοντιζουσών ακτινοβολιών διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές της ιοντίζουσας ακτινοβολίας και εξαρτώνται από την ένταση και τη συχνότητά τους. Έτσι, τα χαμηλόσυχνα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία επιδρούν στο ανθρώπινο σώμα, επάγοντας πεδία και ρεύματα στο εσωτερικό του, ενώ τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα θερμαίνοντας τα κύτταρα και τους ιστούς.
Οι βλαβερές επιδράσεις στην υγεία που είναι γνωστές για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που προκύπτουν κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά το πέρας της έκθεσης και προκύπτουν μόνο όταν υπερβαίνονται κάποια κατώφλια – στάθμες επιπέδων έκθεσης. Η έκθεση σε μη ιοντίζουσα ακτινοβολία επηρεάζει κατά κύριο λόγο το κεντρκό νευρικό σύστημα και τα αιμοποιητικά όργανα.
Ειδικότερα για τα παιδιά, που το κεντρικό νευρικό τους σύστημα είναι υπό ανάπτυξη, θα πρέπει ν’ αποφεύγονται αναίτιες εκθέσεις σε μη ιοντίζουσα ακτινοβολία, όπως για παράδειγμα αποφυγή παραμονής κοντά σε πυλώνες και καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπερ – υψηλής τάσης, τήρηση αποστάσεων ασφαλείας από κεραίες κινητής τηλεφωνίας, λογική χρήση ασύρματων – κινητών τηλεφώνων και εάν είναι δυνατό με χρήση ακουστικών, κλπ.
Οι βλαβερές επιδράσεις στην υγεία που είναι γνωστές για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που προκύπτουν κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά το πέρας της έκθεσης και προκύπτουν μόνο όταν υπερβαίνονται κάποια κατώφλια – στάθμες επιπέδων έκθεσης. Η έκθεση σε μη ιοντίζουσα ακτινοβολία επηρεάζει κατά κύριο λόγο το κεντρκό νευρικό σύστημα και τα αιμοποιητικά όργανα.
Ειδικότερα για τα παιδιά, που το κεντρικό νευρικό τους σύστημα είναι υπό ανάπτυξη, θα πρέπει ν’ αποφεύγονται αναίτιες εκθέσεις σε μη ιοντίζουσα ακτινοβολία, όπως για παράδειγμα αποφυγή παραμονής κοντά σε πυλώνες και καλώδια μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας υπερ – υψηλής τάσης, τήρηση αποστάσεων ασφαλείας από κεραίες κινητής τηλεφωνίας, λογική χρήση ασύρματων – κινητών τηλεφώνων και εάν είναι δυνατό με χρήση ακουστικών, κλπ.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου