Γράφει η ΜΗΛΙΑΔΟΥ ΑΝΘΗ.
Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, η ακτινοθεραπεία σε ολόκληρο το μαστό για τον πρώιμο καρκίνο του μαστού δεν αυξάνει την απώτερη τοξικότητα του πνεύμονος σε σύγκριση με την ΑΚΘ μετά από μαστεκτομή. Ταυτόχρονα στη συγκεκριμένη μελέτη φάνηκε ότι όταν μία ασθενής εμφανίσει οξεία ακτινική πνευμονίτιδα κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν είναι σε αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές από τον πνεύμονα μετά από 25 χρόνια. Η οξεία πνευμονίτιδα δεν προδιαθέτει στην ανάπτυξη απώτερης ίνωσης.
Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, η ακτινοθεραπεία σε ολόκληρο το μαστό για τον πρώιμο καρκίνο του μαστού δεν αυξάνει την απώτερη τοξικότητα του πνεύμονος σε σύγκριση με την ΑΚΘ μετά από μαστεκτομή. Ταυτόχρονα στη συγκεκριμένη μελέτη φάνηκε ότι όταν μία ασθενής εμφανίσει οξεία ακτινική πνευμονίτιδα κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν είναι σε αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές από τον πνεύμονα μετά από 25 χρόνια. Η οξεία πνευμονίτιδα δεν προδιαθέτει στην ανάπτυξη απώτερης ίνωσης.
Τα στοιχεία από αυτή τη μελέτη προέρχονται από τη χρονική περίοδο κατά την οποία η συντηρητική θεραπεία του μαστού (ογκεκτομή + ακτινοθεραπεία) ήταν αμφισβητούμενη θεραπευτική προσέγγιση.
Στη συγκεκριμένη μελέτη συμμετείχαν 247 ασθενείς με καρκίνο του μαστού σταδίου Ι και ΙΙ. Τυχαιοποιήθηκαν μεταξύ τροποποιημένης ριζικής μαστεκτομής ή συντηρητικής θεραπείας (45 έως 48.6 Gy σε ολόκληρο το μαστό, 15 έως 20 Gy boost-επιπρόσθετη δόση στην κοίτη του όγκου). Οι θεραπείες χορηγήθηκαν από το 1979 έως το 1987, στο National Cancer Institute (NCI), Bethesda, Maryland.
Μετά από 25 χρόνια, 102 ασθενείς ήταν ακόμη εν ζωή και 61 ασθενείς από αυτές συμμετείχαν σε μία νέα μελέτη. Όλες αυτές οι ασθενείς που στη δεύτερη μελέτη ήταν πλέον προχωρημένης ηλικίας μελετήθηκαν για δύο συνεχόμενες μέρες με απεικονιστικές εξετάσεις και έλεγχο της πνευμονικής λειτουργίας με διάφορα τεστ. Συγκρίνοντας τις δύο αρχικές θεραπευτικές προσεγγίσεις δεν φάνηκε κάποια διαφορά ούτε στα απεικονιστικά ευρήματα της πνευμονικής ίνωσης ούτε στη συμπτωματολογία του πνεύμονα. Άρα έχουν ισοδύναμη πνευμονική τοξικότητα.
Ένα χρόνο μετά τη θεραπεία, η συμπτωματική πνευμονίτιδα ήταν υψηλότερη με τη συντηρητική θεραπεία (n=31) σε σύγκριση με τη μαστεκτομή (n=30) (16.7% έναντι 0%, P =0.02). Παρόλ’αυτά, 25 χρόνια αργότερα, οι ασθενείς με πνευμονίτιδα δεν είχαν αυξημένη πιθανότητα να εκδηλώσουν απώτερη ίνωση ή ανωμαλίες στη λειτουργικότητα του πνεύμονα.
Είναι γνωστό ότι η πνευμονίτιδα και η ίνωση αναπτύσσεται όταν ακτινοβολείται ο δεξιός μαστός ενώ η στεφανιαία νόσος αναπτύσσεται όταν ακτινοβολείται ο αριστερός μαστός.
Γενικώς 25 χρόνια μετά, οι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε μαστεκτομή είχαν πλεονέκτημα στην επιβίωση. Πρέπει να διερευνηθεί εάν αυτό οφείλεται στη πνευμονική και καρδιακή τοξικότητα που σχετίζεται με την ακτινοθεραπεία του μαστού.
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη της ίνωσης, με βάση την απεικόνιση και τη μελέτη των λειτουργικών δοκιμασιών του πνεύμονα, δεν συσχετίστηκαν με την ηλικία του ασθενούς, τη χορήγηση χημειοθεραπείας (οι ασθενείς με διηθημένους λεμφαδένες έλαβαν χημειοθεραπεία κατά την αρχική διάγνωση της νόσου), τη θέση της πρωτοπαθούς εξεργασίας (αριστερά ή δεξιά), την ανάπτυξη ομόπλευρης υποτροπής ή ετερόπλευρου καρκίνου, το ιστορικό καπνίσματος, άσθματος ή διάμεσης νόσου του πνεύμονα (P >0.05 για όλους τους παράγοντες).
Παρουσιάστηκε στο American Society for Radiation Oncology (ASTRO), 53rd Annual Meeting,Miami Beach , Florida
Παρουσιάστηκε στο American Society for Radiation Oncology (ASTRO), 53rd Annual Meeting,
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου