Γάκη Βασιλική, MD, PhD Χειρουργός, Κέντρο Μαστού Νοσοκομείο ΙΑΣΩ
Ως καρκίνος μαστού σχετιζόμενος με κύηση (ΚΜΣΚ) ορίζεται ο καρκίνος του μαστού που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της κύησης , του θηλασμού μέχρι και ένα έτος μετά.
Η συχνότητα του ΚΜΣΚ είναι 1/3000 κυήσεις στην ηλικία 32-38 και προβλέπεται η αύξηση του, καθώς η καθυστέρηση τεκνοποίησης θα έχει ως αποτέλεσμα να συμπίπτει συχνότερα η ηλικία κύησης με την ηλικία που αυξάνεται η συχνότητα της νόσου.
Ο ΚΜΣΚ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και την ίδια βιολογική συμπεριφορά με τον καρκίνο του μαστού στο γενικό πληθυσμό. Η πρόγνωση του ανά στάδιο και ηλικία είναι η ίδια. Η διαφορά είναι ότι συνήθως υπάρχει σημαντική καθυστέρηση της διάγνωσης με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό των καρκίνων της κύησης να διαγιγνώσκονται σε προχωρημένο στάδιο με 50-75% των περιστατικών να εμφανίζουν διήθηση επιχωρίων λεμφαδένων.
Η αλλαγή του μεγέθους και της μορφολογίας των μαστών της εγκυμονούσης γυναίκας, που κάνει δυσχερή τη κλινική εξέταση, η απουσία ελέγχου με μαστογραφία και η αποφυγή διερεύνησης ψηλαφητών βλαβών, αποτελούν τις κύριες αιτίες της καθυστερημένης διάγνωσης.
Ο ρόλος του γυναικολόγου είναι σημαντικός στη πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού κατά τη διάρκεια της κύησης. Όλες οι γυναίκες άνω των 35 ετών που θέλουν να τεκνοποιήσουν θα πρέπει να υποβάλλονται σε μαστογραφία. Κατά τη διάρκεια της κύησης είναι απαραίτητη η κλινική εξέταση των μαστών σε τακτά χρονικά διαστήματα και η διερεύνηση των ψηλαφητών ευρημάτων απεικονιστικά και ιστολογικά.
Το υπερηχοτομογράφημα είναι η εξέταση εκλογής σε περίπτωση ψηλαφητής βλάβης. Απόλυτα ασφαλές και αξιόπιστο θα καθοδηγήσει τον θεράποντα. Η κυτταρολογική εξέταση καλό είναι να αποφεύγεται, γιατί λόγω υπερπλαστικών αλλοιώσεων του μαστού δεν είναι αξιόπιστη. Η ιστολογική διερεύνηση των ευρημάτων αποτελεί το δεύτερο βήμα. Σε περίπτωση αμφιβολίας , η βιοψία εκτομής χειρουργικά είναι απαραίτητη. Η γενική αναισθησία είναι ασφαλής σε όλα τα τρίμηνα της κύησης και δεν αποτελεί κίνδυνο για τη μητέρα ή το έμβρυο.
Σε περίπτωση ιστολογικής ταυτοποίησης κακοήθειας , η μαστογραφία είναι απαραίτητη για το καθορισμό της χειρουργικής θεραπείας. Η σταδιοποίηση της νόσου τροποποιείται με σκοπό την προστασία του εμβρύου από την ιονίζουσα ακτινοβολία. Ακτινογραφία θώρακος, υπερηχοτομογράφημα ήπατος και μαγνητική τομογραφία οστών χωρίς τη χορήγηση σκιαγραφικού αποτελούν ασφαλείς εξετάσεις.
Η θεραπεία του καρκίνου του μαστού εξαρτάται από τη βιολογία του όγκου, το στάδιο της νόσου, την ηλικία της γυναίκας και την ηλικία κύησης. Η διακοπή της εγκυμοσύνης , ως θεραπευτικός χειρισμός δε προσφέρει όφελος στη γυναίκα. Παρ όλα αυτά η απόφαση της γυναίκας να συνεχίσει ή όχι την εγκυμοσύνη της είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων (ηλικία, ύπαρξη άλλων παιδιών, ηλικία κύησης, στάδιο νόσου) και πρέπει να γίνεται σεβαστή μετά από πλήρη ενημέρωση από τους θεράποντες ιατρούς.
Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει σε όλα τα τρίμηνα της εγκυμοσύνης και τα κριτήρια είναι τα ίδια με αυτά του γενικού πληθυσμού.
Η Ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται σε όλη τη διάρκεια της κύησης και χορηγείται, αν κριθεί απαραίτητο μετά το τέλος αυτής.
Η χημειοθεραπεία απαγορεύεται στο πρώτο τρίμηνο (μέχρι 14η εβδομάδα),που τελείται η οργανογένεση, ενώ μπορεί να δοθεί με σχετική ασφάλεια για το έμβρυο, το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης και γέννηση λιποβαρών εμβρύων, αποτελεί τη κύρια επιπλοκή της χημειοθεραπείας. Προ της έναρξης της Χημειοθεραπείας είναι απαραίτητος ο λεπτομερής έλεγχος του εμβρύου για τυχόν καθυστέρηση της ανάπτυξης και συγγενείς ανωμαλίες. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας η κύηση παρακολουθείται ως κύηση υψηλού κινδύνου .
Η ορμονοθεραπεία (ταμοξιφένη), τα διφωσφωνικά και το trastuzumab απαγορεύονται σε όλα τα τρίμηνα της εγκυμοσύνης , λόγω σοβαρών επιπλοκών στην ανάπτυξη του εμβρύου.
Συμπερασματικά ο ΚΜΣΚ, αποτελεί ένα από τους συχνότερους καρκίνους κατά τη διάρκεια της κύησης. Η αξιολόγηση όλων των κλινικών ευρημάτων από το Γυναικολόγο- Μαιευτήρα, και η ιστολογική διερεύνηση αυτών, χωρίς καθυστέρηση, αποτελεί το καλύτερο τρόπο πρώιμης διάγνωσης.
Η διακοπή της κύησης δεν αποτελεί θεραπευτικό χειρισμό.Η θεραπευτική προσέγγιση τροποποιείται με στόχο τόσο την ασφάλεια του εμβρύου, όσο και τη σωστή και γρήγορη αντιμετώπιση της μητέρας.
Η συχνότητα του ΚΜΣΚ είναι 1/3000 κυήσεις στην ηλικία 32-38 και προβλέπεται η αύξηση του, καθώς η καθυστέρηση τεκνοποίησης θα έχει ως αποτέλεσμα να συμπίπτει συχνότερα η ηλικία κύησης με την ηλικία που αυξάνεται η συχνότητα της νόσου.
Ο ΚΜΣΚ έχει τα ίδια χαρακτηριστικά και την ίδια βιολογική συμπεριφορά με τον καρκίνο του μαστού στο γενικό πληθυσμό. Η πρόγνωση του ανά στάδιο και ηλικία είναι η ίδια. Η διαφορά είναι ότι συνήθως υπάρχει σημαντική καθυστέρηση της διάγνωσης με αποτέλεσμα μεγάλο ποσοστό των καρκίνων της κύησης να διαγιγνώσκονται σε προχωρημένο στάδιο με 50-75% των περιστατικών να εμφανίζουν διήθηση επιχωρίων λεμφαδένων.
Η αλλαγή του μεγέθους και της μορφολογίας των μαστών της εγκυμονούσης γυναίκας, που κάνει δυσχερή τη κλινική εξέταση, η απουσία ελέγχου με μαστογραφία και η αποφυγή διερεύνησης ψηλαφητών βλαβών, αποτελούν τις κύριες αιτίες της καθυστερημένης διάγνωσης.
Ο ρόλος του γυναικολόγου είναι σημαντικός στη πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού κατά τη διάρκεια της κύησης. Όλες οι γυναίκες άνω των 35 ετών που θέλουν να τεκνοποιήσουν θα πρέπει να υποβάλλονται σε μαστογραφία. Κατά τη διάρκεια της κύησης είναι απαραίτητη η κλινική εξέταση των μαστών σε τακτά χρονικά διαστήματα και η διερεύνηση των ψηλαφητών ευρημάτων απεικονιστικά και ιστολογικά.
Το υπερηχοτομογράφημα είναι η εξέταση εκλογής σε περίπτωση ψηλαφητής βλάβης. Απόλυτα ασφαλές και αξιόπιστο θα καθοδηγήσει τον θεράποντα. Η κυτταρολογική εξέταση καλό είναι να αποφεύγεται, γιατί λόγω υπερπλαστικών αλλοιώσεων του μαστού δεν είναι αξιόπιστη. Η ιστολογική διερεύνηση των ευρημάτων αποτελεί το δεύτερο βήμα. Σε περίπτωση αμφιβολίας , η βιοψία εκτομής χειρουργικά είναι απαραίτητη. Η γενική αναισθησία είναι ασφαλής σε όλα τα τρίμηνα της κύησης και δεν αποτελεί κίνδυνο για τη μητέρα ή το έμβρυο.
Σε περίπτωση ιστολογικής ταυτοποίησης κακοήθειας , η μαστογραφία είναι απαραίτητη για το καθορισμό της χειρουργικής θεραπείας. Η σταδιοποίηση της νόσου τροποποιείται με σκοπό την προστασία του εμβρύου από την ιονίζουσα ακτινοβολία. Ακτινογραφία θώρακος, υπερηχοτομογράφημα ήπατος και μαγνητική τομογραφία οστών χωρίς τη χορήγηση σκιαγραφικού αποτελούν ασφαλείς εξετάσεις.
Η θεραπεία του καρκίνου του μαστού εξαρτάται από τη βιολογία του όγκου, το στάδιο της νόσου, την ηλικία της γυναίκας και την ηλικία κύησης. Η διακοπή της εγκυμοσύνης , ως θεραπευτικός χειρισμός δε προσφέρει όφελος στη γυναίκα. Παρ όλα αυτά η απόφαση της γυναίκας να συνεχίσει ή όχι την εγκυμοσύνη της είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων (ηλικία, ύπαρξη άλλων παιδιών, ηλικία κύησης, στάδιο νόσου) και πρέπει να γίνεται σεβαστή μετά από πλήρη ενημέρωση από τους θεράποντες ιατρούς.
Η χειρουργική θεραπεία μπορεί να γίνει σε όλα τα τρίμηνα της εγκυμοσύνης και τα κριτήρια είναι τα ίδια με αυτά του γενικού πληθυσμού.
Η Ακτινοθεραπεία αντενδείκνυται σε όλη τη διάρκεια της κύησης και χορηγείται, αν κριθεί απαραίτητο μετά το τέλος αυτής.
Η χημειοθεραπεία απαγορεύεται στο πρώτο τρίμηνο (μέχρι 14η εβδομάδα),που τελείται η οργανογένεση, ενώ μπορεί να δοθεί με σχετική ασφάλεια για το έμβρυο, το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης και γέννηση λιποβαρών εμβρύων, αποτελεί τη κύρια επιπλοκή της χημειοθεραπείας. Προ της έναρξης της Χημειοθεραπείας είναι απαραίτητος ο λεπτομερής έλεγχος του εμβρύου για τυχόν καθυστέρηση της ανάπτυξης και συγγενείς ανωμαλίες. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας η κύηση παρακολουθείται ως κύηση υψηλού κινδύνου .
Η ορμονοθεραπεία (ταμοξιφένη), τα διφωσφωνικά και το trastuzumab απαγορεύονται σε όλα τα τρίμηνα της εγκυμοσύνης , λόγω σοβαρών επιπλοκών στην ανάπτυξη του εμβρύου.
Συμπερασματικά ο ΚΜΣΚ, αποτελεί ένα από τους συχνότερους καρκίνους κατά τη διάρκεια της κύησης. Η αξιολόγηση όλων των κλινικών ευρημάτων από το Γυναικολόγο- Μαιευτήρα, και η ιστολογική διερεύνηση αυτών, χωρίς καθυστέρηση, αποτελεί το καλύτερο τρόπο πρώιμης διάγνωσης.
Η διακοπή της κύησης δεν αποτελεί θεραπευτικό χειρισμό.Η θεραπευτική προσέγγιση τροποποιείται με στόχο τόσο την ασφάλεια του εμβρύου, όσο και τη σωστή και γρήγορη αντιμετώπιση της μητέρας.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου