του Αλέξανδρου Γιατζίδη, M.D.,
Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα και μέτρια ποιότητα οστού. Εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα ή πόνους έως ότου προκύψει κάποιο κάταγμα, που εντοπίζεται συνήθως στο ισχίο, στην σπονδυλική στήλη, ή στον καρπό. Γι΄αυτό χαρακτηρίζεται ως η σιωπηλή επιδημία της εποχής μας. Μπορεί να οδηγήσει σε πόνους, ανικανότητα και σε ορισμένες περιπτώσεις, στο θάνατο. Σε όλους μας παρατηρείται κάποια οστική απώλεια με το πέρασμα των χρόνων, αλλά δεν θα εμφανίσουμε όλοι οστεοπόρωση. Στην μέση ηλικία, η πιθανότητα για τις γυναίκες να εκδηλώσουν οστεοπόρωση μεγαλώνει, γιατί χάνουν την προστατευτική ιδιότητα των οιστρογόνων στα οστά, όμως η οστεοπόρωση μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και στα δύο φύλα λόγω πολλών παραγόντων. Επομένως, είναι απαραίτητο να "χτίσουμε" γερά οστά κατά τη διάρκεια της ζωής μας και να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε την οστική μάζα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Πώς γίνεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης;
Η μόνη εξέταση που επιτρέπει να ορίσουμε το βαθμό της αντοχής του οστού είναι η μέτρηση της οστικής πυκνότητος (ΒΜD). Aυτή η εξέταση είναι εντελώς ανώδυνη και ακίνδυνη, δεν χρειάζεται για να γίνει καμιά απολύτως προετοιμασία και μπορεί να γίνει ακόμα σε παιδιά αλλά και σε εγκύους.
Η μέτρηση της οστικής μάζας ή καλύτερα η οστική πυκνομετρία είναι μία απλή εξέταση εκτίμησης της περιεκτικότητας σε άλατα ασβεστίου στο σκελετό. Η εξέταση αυτή έχει πλέον παγκόσμια καθιερωθεί σαν ο απλούστερος και ασφαλέστερος τρόπος για την έγκαιρη διάγνωση της οστεοπόρωσης και για το λόγο αυτό είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Με την οστική πυκνομετρία εκτιμάται η παρούσα κατάσταση των οστών και ειδικότερα ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπορωτικών καταγμάτων.
Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται με ειδική ακτινολογική εξέταση (DEXA - Dual Energy X-ray Absorptiometry). Η σύγκριση της οστικής πυκνότητας του εξετασθέντος με τη μέση οστική πυκνότητα ενός νεαρού ενήλικα, εκφράζεται ως T-score. Η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται όταν το T-score είναι - 2,5 σταθερές αποκλίσεις ή χαμηλότερα. Ο όρος "οστεοπενία" ή "χαμηλή οστική πυκνότητα" χρησιμοποιείται σε T-scores από - 1.0 μέχρι - 2,5.
Η εξέταση της μέτρησης οστικής πυκνότητος, είναι από τις λίγες ακτινολογικές εξετάσεις που καταλήγουν σε αριθμητικό-ποσοτικό αποτέλεσμα όπως μία ζυγαριά. Αυτό από την μια δίνει τη δυνατότητα ο οποιοσδήποτε να διαβάσει το αποτέλεσμα και ας μην είναι γιατρός, από την άλλη προϋποθέτει να γίνει η εξέταση με πολύ μεγάλη προσοχή ιδίως όταν πρόκειται για επανεξέταση.
Ένα λάθος για οποιονδήποτε λόγο της εξέτασης μπορεί να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα τον γιατρό και να χορηγήσει θεραπεία ή μην χορηγήσει ανάλογα. Μάλιστα για τον λόγο αυτό προσέχουμε να τηρούνται ακριβώς οι ίδιες συνθήκες κάθε φορά που γίνεται η εξέταση έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια του αποτελέσματος.
Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να προσέχεται για αποφυγή λαθών στην εξέταση, είναι ο εξεταζόμενος να μην έχει φάει δύο με τρεις ώρες πριν από την μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Εφόσον εξετάζεται η σπονδυλική στήλη ή γίνεται ολόσωμη εξέταση δεν επιτρέπεται ο εξεταζόμενος να έχει φάει. Το γεμάτο στομάχι παρεμβάλλεται στην σπονδυλική στήλη με αποτέλεσμα να "ανεβάζει ψευδώς" το αποτέλεσμα.
Η μεγάλη αυξομείωση του βάρους του εξεταζόμενου μπορεί να οδηγήσει σε λάθος αποτελέσματα, ιδιαίτερα όταν συγκρίνονται αυτά με παλαιότερες εξετάσεις.
Η εξέταση της οστικής πυκνότητας είναι σαν την ζυγαριά. Το αποτέλεσμα που μας δείχνει δεν μας λέει γιατί έχουμε πάρει ή έχουμε χάσει βάρος. Έτσι χρειάζεται ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή για να εκτιμηθεί η όλη κατάσταση και φυσικά καλό είναι να συμπληρώνεται με ειδικές εξετάσεις αίματος και ούρων, που δείχνουν αν ο οργανισμός χάνει και με τη ρυθμό συστατικά των οστών. Οι εξετάσεις αυτές λέγονται βιοχημικοί οστικοί δείκτες και βοηθούν τον γιατρό στην διάγνωση και στην θεραπεία που τελικά πρέπει να χορηγήσει.
Πηγή
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου